χρυσοβαφής: Difference between revisions
προγράψαντες οὖν τά τε θεωρήματα καὶ τὰ ἐπιτάγματα τὰ χρεῖαν ἔχοντα εἰς τὰς ἀποδείξιας αὐτῶν μετὰ ταῦτα γραψοῦμές τοι τὰ προκείμενα → having therefore written at the beginning the theorems and the postulates that are necessary for their proofs, we will then write out for you the propositions
m (Text replacement - "<b class="num">(\d+)\)" to "<b class="num">$1") |
|||
Line 23: | Line 23: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-ές, ΝΜΑ<br />[[βαμμένος]] με χρυσό [[χρώμα]]<br /><b>αρχ.</b><br />αυτός που φορεί χρυσά ενδύματα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>χρυσ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>βαφής</i> (<span style="color: red;"><</span> [[βαφή]] <span style="color: red;"><</span> [[βάπτω]]), [[πρβλ]]. | |mltxt=-ές, ΝΜΑ<br />[[βαμμένος]] με χρυσό [[χρώμα]]<br /><b>αρχ.</b><br />αυτός που φορεί χρυσά ενδύματα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>χρυσ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>βαφής</i> (<span style="color: red;"><</span> [[βαφή]] <span style="color: red;"><</span> [[βάπτω]]), [[πρβλ]]. [[αἱμοβαφής]]]. | ||
}} | }} | ||
{{lsm | {{lsm |
Revision as of 06:55, 8 May 2023
English (LSJ)
ές, gold-embroidered, Plu.Demetr.41; χ. ἄνακτες Simm.25.
German (Pape)
[Seite 1380] ές, goldgefärbt, goldfarbig, aber auch = χρυσογραφής, goldgestickt; ἄνακτες Simmi. (XV, 22); bei Plut. Demetr. 41 zw.; vgl. Callixen. bei Ath. V, 200 d.
French (Bailly abrégé)
ής, ές :
teint en or, càd qui a des vêtements ou des chaussures brodées d'or.
Étymologie: χρυσός, βάπτω.
Russian (Dvoretsky)
χρῡσοβᾰφής:
1 окрашенный, т. е. расшитый золотом (ἐμβάδες Plut.);
2 блистающий золотом (ἄνακτες Anth.).
Greek (Liddell-Scott)
χρῡσοβᾰφής: -ές, κεχρυσωμένος, χρυσοκέντητος, = χρυσογραφής, Πλουτ. Δημήτρ. 41· οὕτω, χρ. ἄνακτες Ἀνθ. Π. 15. 22· πρβλ. Hemst. εἰς Λουκ. 1. 623.
Greek Monolingual
-ές, ΝΜΑ
βαμμένος με χρυσό χρώμα
αρχ.
αυτός που φορεί χρυσά ενδύματα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χρυσ(ο)- + -βαφής (< βαφή < βάπτω), πρβλ. αἱμοβαφής].
Greek Monotonic
χρῡσοβᾰφής: -ές (βάπτω), χρυσωμένος, χρυσοκέντητος, σε Πλούτ., Ανθ.
Middle Liddell
χρῡσο-βᾰφής, ές βάπτω
gilded, gold-embroidered, Plut., Anth.