Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

σκέπαστρο: Difference between revisions

From LSJ

Ubi idem et maximus et honestissimus amor est, aliquando praestat morte jungi, quam vita distrahi → Where indeed the greatest and most honourable love exists, it is much better to be joined by death, than separated by life.

Valerius Maximus, De Factis Dictisque
(37)
 
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>), (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\)\]" to "<b>πρβλ.</b> $2$4, $7$9)]")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=το / [[σκέπαστρον]], ΝΑ<br />σκεπαστήριο, [[σκέπασμα]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[κατασκεύασμα]] που χρησιμεύει για [[κάλυψη]], [[απόκρυψη]] ή [[προφύλαξη]]<br /><b>2.</b> <b>στρ.</b> οχυρωματικό [[έργο]] που προφυλάσσει τους σταθμούς διοίκησης, τους μαχητές, τα πυροβόλα, τα [[πυρομαχικά]], τα οχήματα από τα εχθρικά [[πυρά]]<br /><b>3.</b> [[πλαίσιο]] με υαλοπίνακες ή με διαφανές πλαστικό υλικό που χρησιμοποιείται για την [[κάλυψη]] και [[προφύλαξη]] φυτωρίων ή σπορείων<br /><b>4.</b> <b>φρ.</b> «[[σκέπαστρο]] πυραύλων»<br /><b>τεχνολ.</b> το κωνικό πρόσθιο [[τμήμα]] ενός πυραύλου, που προστατεύει το ωφέλιμο [[βάρος]] δορυφόρου ή διαστημοπλοίου [[κατά]] τη διέλευσή του από τα κατώτερα και πυκνότερα στρώματα της ατμόσφαιρας και που, [[συνήθως]], αποσπάται αργότερα από τον πύραυλο και πέφτει<br /><b>αρχ.</b><br />[[κάλυμμα]] της κεφαλής, [[καλύπτρα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[σκεπάζω]] <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -<i>τρον</i> (<b>πρβλ.</b> <i>κρέμασ</i>-<i>τρον</i>, <i>πίεσ</i>-<i>τρον</i>)].
|mltxt=το / [[σκέπαστρον]], ΝΑ<br />σκεπαστήριο, [[σκέπασμα]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[κατασκεύασμα]] που χρησιμεύει για [[κάλυψη]], [[απόκρυψη]] ή [[προφύλαξη]]<br /><b>2.</b> <b>στρ.</b> οχυρωματικό [[έργο]] που προφυλάσσει τους σταθμούς διοίκησης, τους μαχητές, τα πυροβόλα, τα [[πυρομαχικά]], τα οχήματα από τα εχθρικά [[πυρά]]<br /><b>3.</b> [[πλαίσιο]] με υαλοπίνακες ή με διαφανές πλαστικό υλικό που χρησιμοποιείται για την [[κάλυψη]] και [[προφύλαξη]] φυτωρίων ή σπορείων<br /><b>4.</b> <b>φρ.</b> «[[σκέπαστρο]] πυραύλων»<br /><b>τεχνολ.</b> το κωνικό πρόσθιο [[τμήμα]] ενός πυραύλου, που προστατεύει το ωφέλιμο [[βάρος]] δορυφόρου ή διαστημοπλοίου [[κατά]] τη διέλευσή του από τα κατώτερα και πυκνότερα στρώματα της ατμόσφαιρας και που, [[συνήθως]], αποσπάται αργότερα από τον πύραυλο και πέφτει<br /><b>αρχ.</b><br />[[κάλυμμα]] της κεφαλής, [[καλύπτρα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[σκεπάζω]] <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -<i>τρον</i> (<b>πρβλ.</b> [[κρέμαστρον]], [[πίεστρον]])].
}}
}}

Latest revision as of 08:17, 8 May 2023

Greek Monolingual

το / σκέπαστρον, ΝΑ
σκεπαστήριο, σκέπασμα
νεοελλ.
1. κατασκεύασμα που χρησιμεύει για κάλυψη, απόκρυψη ή προφύλαξη
2. στρ. οχυρωματικό έργο που προφυλάσσει τους σταθμούς διοίκησης, τους μαχητές, τα πυροβόλα, τα πυρομαχικά, τα οχήματα από τα εχθρικά πυρά
3. πλαίσιο με υαλοπίνακες ή με διαφανές πλαστικό υλικό που χρησιμοποιείται για την κάλυψη και προφύλαξη φυτωρίων ή σπορείων
4. φρ. «σκέπαστρο πυραύλων»
τεχνολ. το κωνικό πρόσθιο τμήμα ενός πυραύλου, που προστατεύει το ωφέλιμο βάρος δορυφόρου ή διαστημοπλοίου κατά τη διέλευσή του από τα κατώτερα και πυκνότερα στρώματα της ατμόσφαιρας και που, συνήθως, αποσπάται αργότερα από τον πύραυλο και πέφτει
αρχ.
κάλυμμα της κεφαλής, καλύπτρα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σκεπάζω + επίθημα -τρον (πρβλ. κρέμαστρον, πίεστρον)].