ῥαβδομαχία: Difference between revisions

From LSJ

γυναιξὶ κόσμον ἡ σιγὴ φέρει → it is silence that gives women dignity

Source
m (Text replacement - ":<br />][[" to ":<br />[[")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>), (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\)\]" to "<b>πρβλ.</b> $2$4, $7$9)]")
Line 23: Line 23:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=η / [[ῥαβδομαχία]], ΝΑ<br />[[είδος]] οπλομαχητικής άσκησης με ράβδους, η οποία [[είναι]] [[παρεμφερής]] με την [[ξιφασκία]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />(γενικά) [[συμπλοκή]] με [[ραβδιά]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ῥάβδος]] <span style="color: red;">+</span> -<i>μαχία πιθ</i>. μέσω αμάρτυρου αρχ. <i>ῥαβδομάχος</i> (<b>πρβλ.</b> <i>μονο</i>-<i>μαχία</i>, <i>πυγ</i>-<i>μαχία</i>)].
|mltxt=η / [[ῥαβδομαχία]], ΝΑ<br />[[είδος]] οπλομαχητικής άσκησης με ράβδους, η οποία [[είναι]] [[παρεμφερής]] με την [[ξιφασκία]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />(γενικά) [[συμπλοκή]] με [[ραβδιά]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ῥάβδος]] <span style="color: red;">+</span> -<i>μαχία πιθ</i>. μέσω αμάρτυρου αρχ. <i>ῥαβδομάχος</i> (<b>πρβλ.</b> [[μονομαχία]], [[πυγμαχία]])].
}}
}}
{{lsm
{{lsm

Revision as of 08:25, 8 May 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ῥαβδομᾰχία Medium diacritics: ῥαβδομαχία Low diacritics: ραβδομαχία Capitals: ΡΑΒΔΟΜΑΧΙΑ
Transliteration A: rhabdomachía Transliteration B: rhabdomachia Transliteration C: ravdomachia Beta Code: r(abdomaxi/a

English (LSJ)

ἡ, fighting with a staff or foil, Plu.Alex.4.

German (Pape)

[Seite 829] ἡ, das Fechten mit dem Stabe, mit einer Art von Rappieren, Plut. Alex. 4.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
combat au moyen de baguettes.
Étymologie: ῥάβδος, μάχομαι.

Russian (Dvoretsky)

ῥαβδομᾰχία:бой на палках, фехтование Plut.

Greek (Liddell-Scott)

ῥαβδομᾰχία: ἡ, τὸ μάχεσθαι (χάριν ἀσκήσεως) διὰ ῥάβδων, τὸ ἀσκεῖσθαι δι’ ἀκοντίων ἐσφαιρωμένων, Πλουτ. Ἀλέξ. 4, ἔνθα ἴδε σημ. Κοραῆ (τ. 4, σ. 405).

Greek Monolingual

η / ῥαβδομαχία, ΝΑ
είδος οπλομαχητικής άσκησης με ράβδους, η οποία είναι παρεμφερής με την ξιφασκία
νεοελλ.
(γενικά) συμπλοκή με ραβδιά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ῥάβδος + -μαχία πιθ. μέσω αμάρτυρου αρχ. ῥαβδομάχος (πρβλ. μονομαχία, πυγμαχία)].

Greek Monotonic

ῥαβδομᾰχία: ἡ (μάχομαι), μάχη με ραβδί, κοντάρι ή ελαφρύ ξίφος, σε Πλούτ.

Middle Liddell

ῥαβδο-μᾰχία, ἡ, μάχομαι
a fighting with a staff or foil, Plut.