φειδωλή: Difference between revisions

From LSJ

τὸν αὐτὸν ἔρανον ἀποδοῦναι → pay him back in his own coin, repay him in his own coin, pay someone back in their own coin, pay back in someone's own coin, give tit for tat, pay back in kind

Source
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>), (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\)" to "πρβλ. $2$4, $7$9)")
 
(One intermediate revision by the same user not shown)
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=ῆς (ἡ) :<br /><i>c.</i> [[φειδώ]].
|btext=ῆς (ἡ) :<br /><i>c.</i> [[φειδώ]].
}}
{{elru
|elrutext='''φειδωλή:''' ἡ Hom., Anth. = [[φειδώ]] 1.
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 23: Line 26:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=ἡ, Α<br /><b>1.</b> [[φειδώ]], [[οικονομία]]<br /><b>2.</b> θηλ. τοῦ [[φειδωλός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>φείδ</i>-<i>ομαι</i> <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -<i>ωλή</i> (<b>πρβλ.</b> <i>εὐχ</i>-<i>ωλή</i>, <i>τερπ</i>-<i>ωλή</i>). Αξίζει να σημειωθεί ότι, ενώ η κατάλ. -<i>ωλή</i> έχει προέλθει από την κατάλ. τών επιθ. -<i>ωλός</i>, το ουσ. [[φειδωλή]] [[είναι]] αρχαιότερο του [[φειδωλός]]. Ανάλογη [[περίπτωση]] παρατηρείται και στο [[ζεύγος]] [[ἁμαρτωλή]]: [[ἁμαρτωλός]].
|mltxt=ἡ, Α<br /><b>1.</b> [[φειδώ]], [[οικονομία]]<br /><b>2.</b> θηλ. τοῦ [[φειδωλός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>φείδ</i>-<i>ομαι</i> <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -<i>ωλή</i> ([[πρβλ]]. [[εὐχωλή]], [[τερπωλή]]). Αξίζει να σημειωθεί ότι, ενώ η κατάλ. -<i>ωλή</i> έχει προέλθει από την κατάλ. τών επιθ. -<i>ωλός</i>, το ουσ. [[φειδωλή]] [[είναι]] αρχαιότερο του [[φειδωλός]]. Ανάλογη [[περίπτωση]] παρατηρείται και στο [[ζεύγος]] [[ἁμαρτωλή]]: [[ἁμαρτωλός]].
}}
}}
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''φειδωλή:''' ἡ, = [[φειδώ]], σε Ομήρ. Ιλ., Σόλωνα.
|lsmtext='''φειδωλή:''' ἡ, = [[φειδώ]], σε Ομήρ. Ιλ., Σόλωνα.
}}
{{elru
|elrutext='''φειδωλή:''' ἡ Hom., Anth. = [[φειδώ]] 1.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[φειδωλή]], ἡ, = [[φειδώ]], Il., [[Solon]].]
|mdlsjtxt=[[φειδωλή]], ἡ, = [[φειδώ]], Il., [[Solon]].]
}}
}}

Latest revision as of 10:40, 8 May 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: φειδωλή Medium diacritics: φειδωλή Low diacritics: φειδωλή Capitals: ΦΕΙΔΩΛΗ
Transliteration A: pheidōlḗ Transliteration B: pheidōlē Transliteration C: feidoli Beta Code: feidwlh/

English (LSJ)

ἡ, = φειδώ (sparing, thrift, parsimony), Il. 22.244, Sol. 13.46, AP 12.31 (Phan.).

German (Pape)

[Seite 1260] ἡ, = φειδώ; Il. 22, 244; Solon frg. 5, 46; Phani. 1 (XII, 31).

French (Bailly abrégé)

ῆς (ἡ) :
c. φειδώ.

Russian (Dvoretsky)

φειδωλή: ἡ Hom., Anth. = φειδώ 1.

Greek (Liddell-Scott)

φειδωλή: ἡ, = φειδώ, μηδέ τι δούρων ἔστω φειδωλὴ Ἰλ. Χ. 244, Σόλων 12. 46· φειδωλὴν ἀπόθου Ἀνθ. Π. 12, 31.

English (Autenrieth)

sparing, grudging use, Il. 22.244†.

Greek Monolingual

ἡ, Α
1. φειδώ, οικονομία
2. θηλ. τοῦ φειδωλός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φείδ-ομαι + επίθημα -ωλή (πρβλ. εὐχωλή, τερπωλή). Αξίζει να σημειωθεί ότι, ενώ η κατάλ. -ωλή έχει προέλθει από την κατάλ. τών επιθ. -ωλός, το ουσ. φειδωλή είναι αρχαιότερο του φειδωλός. Ανάλογη περίπτωση παρατηρείται και στο ζεύγος ἁμαρτωλή: ἁμαρτωλός.

Greek Monotonic

φειδωλή: ἡ, = φειδώ, σε Ομήρ. Ιλ., Σόλωνα.

Middle Liddell

φειδωλή, ἡ, = φειδώ, Il., Solon.]