οστίτης: Difference between revisions

From LSJ

Ὅστις γὰρ ἐν πολλοῖσιν ὡς ἐγὼ κακοῖς ζῇ, πῶς ὅδ' Οὐχὶ κατθανὼν κέρδος φέρει; → For one who lives amidst such evils as I do, how could it not be best to die?

Sophocles, Antigone, 464-5
(29)
 
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-\[\[)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(\]\])\)" to "πρβλ. $2$4)")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=ο (Α [[ὀστίτης]])<br /><b>ως επίθ.</b> αυτός που ανήκει στα οστά ή αυτός που εμπεριέχεται σ' αυτά («[[οστίτης]] [[μυελός]]» — οργανική [[ουσία]] που βρίσκεται [[μέσα]] στην [[κοιλότητα]] τών οστών)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>φρ.</b> «[[οστίτης]] [[ιστός]]»<br /><b>(ιστολ.)</b> διαφοροποιημένος [[συνδετικός]] [[ιστός]] που αποτελείται από κύτταρα, τους οστεοβλάστες, και από διάμεση θεμέλια [[ουσία]], την [[οστεΐνη]], στην οποία εναποτίθεται με τη [[δράση]] τών οστεοβλαστών φθοριούχο φωσφορικό ασβέστιο και σχηματίζεται το [[οστό]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ὀστέον]] / [[ὀστοῦν]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -[[ίτης]], με [[αφαίρεση]] της κατάλ. -<i>έον</i> (<b>πρβλ.</b> <i>χονδρ</i>-[[ίτης]])].
|mltxt=ο (Α [[ὀστίτης]])<br /><b>ως επίθ.</b> αυτός που ανήκει στα οστά ή αυτός που εμπεριέχεται σ' αυτά («[[οστίτης]] [[μυελός]]» — οργανική [[ουσία]] που βρίσκεται [[μέσα]] στην [[κοιλότητα]] τών οστών)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>φρ.</b> «[[οστίτης]] [[ιστός]]»<br /><b>(ιστολ.)</b> διαφοροποιημένος [[συνδετικός]] [[ιστός]] που αποτελείται από κύτταρα, τους οστεοβλάστες, και από διάμεση θεμέλια [[ουσία]], την [[οστεΐνη]], στην οποία εναποτίθεται με τη [[δράση]] τών οστεοβλαστών φθοριούχο φωσφορικό ασβέστιο και σχηματίζεται το [[οστό]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ὀστέον]] / [[ὀστοῦν]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -[[ίτης]], με [[αφαίρεση]] της κατάλ. -<i>έον</i> ([[πρβλ]]. [[χονδρίτης]])].
}}
}}

Latest revision as of 14:54, 8 May 2023

Greek Monolingual

ο (Α ὀστίτης)
ως επίθ. αυτός που ανήκει στα οστά ή αυτός που εμπεριέχεται σ' αυτά («οστίτης μυελός» — οργανική ουσία που βρίσκεται μέσα στην κοιλότητα τών οστών)
νεοελλ.
φρ. «οστίτης ιστός»
(ιστολ.) διαφοροποιημένος συνδετικός ιστός που αποτελείται από κύτταρα, τους οστεοβλάστες, και από διάμεση θεμέλια ουσία, την οστεΐνη, στην οποία εναποτίθεται με τη δράση τών οστεοβλαστών φθοριούχο φωσφορικό ασβέστιο και σχηματίζεται το οστό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὀστέον / ὀστοῦν + κατάλ. -ίτης, με αφαίρεση της κατάλ. -έον (πρβλ. χονδρίτης)].