παραψυχή: Difference between revisions

From LSJ

οὗ δ' ἂν Ἔρως μὴ ἐφάψηται, σκοτεινός → he on whom Love has laid no hold is obscure | he whom Love touches not walks in darkness

Source
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(<\/i>) ([a-zA-ZÀ-ÿŒ'œ ]+), ([a-zA-ZÀ-ÿŒ'œ ]+)\.<br" to "$1 $2, $3.<br")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-\[\[)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(\]\]), (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-\[\[)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(\]\])\)" to "πρβλ. $2$4, $7$9)")
Line 23: Line 23:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=και, <b>επιγρ.</b>, [[παραψυχίη]], ἡ, ΜΑ<br />[[παρηγοριά]], [[παραμυθία]] (α. «παραψυχὴν τοῦ πάθους ζητῶν», Γεωπον.<br />β. «ἔχε δή τιν' ἀλγέων παραψυχήν», <b>Ευρ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>παρ</i>-<i>ε</i>-<i>ψύχ</i>-<i>ην</i>, αόρ. β' του [[παραψύχω]] (<b>πρβλ.</b> <i>ανα</i>-[[ψυχή]], <i>κατα</i>-[[ψυχή]])].
|mltxt=και, <b>επιγρ.</b>, [[παραψυχίη]], ἡ, ΜΑ<br />[[παρηγοριά]], [[παραμυθία]] (α. «παραψυχὴν τοῦ πάθους ζητῶν», Γεωπον.<br />β. «ἔχε δή τιν' ἀλγέων παραψυχήν», <b>Ευρ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>παρ</i>-<i>ε</i>-<i>ψύχ</i>-<i>ην</i>, αόρ. β' του [[παραψύχω]] ([[πρβλ]]. [[αναψυχή]], [[καταψυχή]])].
}}
}}
{{lsm
{{lsm

Revision as of 15:25, 8 May 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: παραψῠχή Medium diacritics: παραψυχή Low diacritics: παραψυχή Capitals: ΠΑΡΑΨΥΧΗ
Transliteration A: parapsychḗ Transliteration B: parapsychē Transliteration C: parapsychi Beta Code: parayuxh/

English (LSJ)

ἡ, cooling, refreshment, consolation, ἀντὶ πολλῶν E.Hec.280; ἀλγέων π. Id.Or.62; π. βίου Is.2.13; π. κινδύνων Aristid.Or.44(17).12; χαλεπῶν Iamb.Protr.20; π. τῷ πένθει D.60.32: in plural, παραψυχὰς… φροντίδων ἀνεύρετο ταύτας Timocl.6.4.

German (Pape)

[Seite 509] ἡ, Kühlung, Erquickung, Trost; Eur. Hec. 280; ἔχει τιν' ἀλγέων παραψυχήν, Or. 62; φροντίδων, Timocl. bei Ath. VI, 223 b; βίου, Isae. 2, 13; Dem. u. Sp.

French (Bailly abrégé)

ῆς (ἡ) :
rafraîchissement ; fig. adoucissement, consolation.
Étymologie: παραψύχω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

παραψυχή -ῆς, ἡ [παραψύχω] troost.

Russian (Dvoretsky)

παραψῠχή: ἡ досл. охлаждение, перен. утешение, облегчение, утоление, успокоение (ἀλγέων Eur.; βίου Isae.; τῷ πένθει Dem.).

Greek Monolingual

και, επιγρ., παραψυχίη, ἡ, ΜΑ
παρηγοριά, παραμυθία (α. «παραψυχὴν τοῦ πάθους ζητῶν», Γεωπον.
β. «ἔχε δή τιν' ἀλγέων παραψυχήν», Ευρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < παρ-ε-ψύχ-ην, αόρ. β' του παραψύχω (πρβλ. αναψυχή, καταψυχή)].

Greek Monotonic

παραψῠχή: ἡ, αναψυχή, αναζωογόνηση, παραμυθία, σε Ευρ.· ἀλγέων παραψυχή, στον ίδ.· παραψυχὴ τῷ πένθει, σε Δημ.

Greek (Liddell-Scott)

παραψῡχή: ἡ, ἀναψυχή, ἀνάψυξις, παραμυθία, ἡ δ᾿ ἀντὶ πολλῶν ἐστί μοι παραψυχὴ Εὐρ. Ἑκ. 280· μετὰ γεν., ὁ αὐτ. ἐν Ὀρ. 62 (ἔνθα ἴδε Πόρσ.)· π. βίου Ἰσαῖ. 19. 17· π. τῷ πένθει Δημ. 1399. 18· ἐν τῷ πληθ., παραψυχὰς ... φροντίδων ἀνεύρατο ταύτας Τιμοκλῆς ἐν «Διονυσιάζουσαις» 1. ― Καθ᾿ Ἡσύχ.: «παραψυχή· παραμυθία».

Middle Liddell

παραψῠχή, ἡ,
cooling, refreshment, consolation, Eur.; ἀλγέων π. Eur.; π. τῷ πένθει Dem. [from παραψύ¯χω]

English (Woodhouse)

alleviation, consolation

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)