συνναίω: Difference between revisions
εἰ μὴ ἦλθον καὶ ἐλάλησα αὐτοῖς, ἁμαρτίαν οὐκ εἶχον → if I had not come and spoken to them, they would not be guilty of sin
m (Text replacement - "Trach" to "Trach") |
mNo edit summary |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=synnaio | |Transliteration C=synnaio | ||
|Beta Code=sunnai/w | |Beta Code=sunnai/w | ||
|Definition=[[dwell]] or [[live with]], γυναιξί <span class="bibl">A.<span class="title">Th.</span>195</span>; τοῖσιν ἐχθίστοισι σ. ὁμοῦ <span class="bibl">S.<span class="title">Tr.</span>1237</span>, cf. <span class="bibl"><span class="title">El.</span>241</span> (lyr.). | |Definition=[[dwell with]] or [[live with]], γυναιξί <span class="bibl">A.<span class="title">Th.</span>195</span>; τοῖσιν ἐχθίστοισι σ. ὁμοῦ <span class="bibl">S.<span class="title">Tr.</span>1237</span>, cf. <span class="bibl"><span class="title">El.</span>241</span> (lyr.). | ||
}} | }} | ||
{{bailly | {{bailly |
Revision as of 06:47, 9 May 2023
English (LSJ)
dwell with or live with, γυναιξί A.Th.195; τοῖσιν ἐχθίστοισι σ. ὁμοῦ S.Tr.1237, cf. El.241 (lyr.).
French (Bailly abrégé)
seul. prés.
habiter avec, vivre avec.
Étymologie: σύν, ναίω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
συνναίω [σύν, ναίω] samenwonen met, met dat.
German (Pape)
(ναίω), mit, zugleich, zusammen wohnen; γυναιξί, Aesch. Spt. 177; ἅλις πόνοις τούτοισι συνναίειν ἐμοί, Soph. Phil. 880; Trach. 1237.
Russian (Dvoretsky)
συνναίω: (только praes.)
1 жить вместе (τινί Aesch., Soph.);
2 быть спутником (τινὶ ἐπὶ νηΐ Soph.).
Greek (Liddell-Scott)
συνναίω: κατοικῶ ὁμοῦ, συνοικῶ, τοιαῦτα δ’ ἂν γυναιξὶ συνναίων ἔχοις Αἰσχύλ. Θήβ. 195· κρεῖσσον θανεῖν ἢ τοῖσιν ἐχθίστοισι συνναίειν ὁμοῦ Σοφ. Τρ. 1237, πρβλ. Ἠλ. 241· ἅλις πόνος τούτοισι συνναίειν ἐμοί, ἐπαρκὴς βάσανος θὰ εἶναι εἰς αὐτοὺς νὰ συνταξιδεύσωσι μετ’ ἐμοῦ, ὁ αὐτ. ἐν Φοιν. 892. ― Ἴδε Χ. Χαριτωνίδου Ποικίλα Φιλολογικὰ ἐν Ἀθηνᾶς τόμ. ΙΕϳ, σελ. 368.
Greek Monolingual
Α
συγκατοικώ («μητέρι συνναίεσκεν», Απολλ. Ρόδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + ναίω (Ι) «κατοικώ»].
Greek Monotonic
συνναίω: κατοικώ, διαμένω, συγκατοικώ μαζί με άλλους, συνοικώ, συζώ, συμβιώνω, με δοτ., σε Αισχύλ., Σοφ.
Middle Liddell
to dwell with others, c. dat., Aesch., Soph.