νηκερδής: Difference between revisions

From LSJ

Τοὺς δούλους ἔταξεν ὡρισμένου νομίσματος ὁμιλεῖν ταῖς θεραπαινίσιν → He arranged for his male slaves to have sex with female slaves at a fixed price (Plutarch, Life of Cato the Elder 21.2)

Source
mNo edit summary
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>), (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\]" to "πρβλ. $2$4, $7$9]")
 
(7 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 9: Line 9:
|Beta Code=nhkerdh/s
|Beta Code=nhkerdh/s
|Definition=νηκερδές ([[νη-]], [[κέρδος]]), [[without gain]], [[unprofitable]], νηκερδέα βουλήν Il.17.469; ἔπος νηκερδὲς ἔειπες Od.14.509.
|Definition=νηκερδές ([[νη-]], [[κέρδος]]), [[without gain]], [[unprofitable]], νηκερδέα βουλήν Il.17.469; ἔπος νηκερδὲς ἔειπες Od.14.509.
}}
{{bailly
|btext=ής, ές :<br />[[sans profit]], [[inutile]].<br />'''Étymologie:''' νη-, [[κέρδος]].
}}
{{pape
|ptext=ές, <i>ohne [[Gewinn]], [[nutzlos]], [[unnütz]]</i>; [[βουλή]], [[ἔπος]], <i>Il</i>. 17.469, <i>Od</i>. 14.509; [[οἶτος]], Ap.Rh. 2.482; die <i>Vetera Lexica</i> [[erklären]] in [[Beziehung]] auf das [[Erste]] [[ἀσύνετος]].
}}
{{elru
|elrutext='''νηκερδής:''' [[бесполезный]], [[ненужный]] ([[ἔπος]], [[βουλή]] Hom.).
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''νηκερδής''': -ές, ([[νη-]]) [[ἄνευ]] κέρδους, [[ἀνωφελής]], νηκερδέα βουλὴν Ἰλ. Ρ. 469· [[ἔπος]] νηκερδὲς ἔειπεν Ὀδ. Ξ. 509.
|lstext='''νηκερδής''': -ές, ([[νη-]]) [[ἄνευ]] κέρδους, [[ἀνωφελής]], νηκερδέα βουλὴν Ἰλ. Ρ. 469· [[ἔπος]] νηκερδὲς ἔειπεν Ὀδ. Ξ. 509.
}}
{{bailly
|btext=ής, ές :<br />sans profit, inutile.<br />'''Étymologie:''' νη-, [[κέρδος]].
}}
}}
{{Autenrieth
{{Autenrieth
Line 20: Line 26:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[νηκερδής]], -ές (Α)<br />αυτός που δεν αποφέρει όφελος, ο [[χωρίς]] [[κέρδος]], [[ασύμφορος]], [[ανωφελής]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> στερ. [[πρόθημα]] <i>νη</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>κερδής</i> (<span style="color: red;"><</span> [[κέρδος]]), <b>πρβλ.</b> <i>α</i>-<i>κερδής</i>, <i>δυσ</i>-<i>κερδής</i>].
|mltxt=[[νηκερδής]], -ές (Α)<br />αυτός που δεν αποφέρει όφελος, ο [[χωρίς]] [[κέρδος]], [[ασύμφορος]], [[ανωφελής]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> στερ. [[πρόθημα]] <i>νη</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>κερδής</i> (<span style="color: red;"><</span> [[κέρδος]]), [[πρβλ]]. [[ακερδής]], [[δυσκερδής]]].
}}
}}
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''νηκερδής:''' -ές (νη-, [[κέρδος]]), αυτός που δεν αποφέρει [[κέρδος]], σε Όμηρ.
|lsmtext='''νηκερδής:''' -ές (νη-, [[κέρδος]]), αυτός που δεν αποφέρει [[κέρδος]], σε Όμηρ.
}}
{{elru
|elrutext='''νηκερδής:''' бесполезный, ненужный ([[ἔπος]], [[βουλή]] Hom.).
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=νη-κερδής, ές ([[νη-]], [[κέρδος]]) [[unprofitable]], Hom.
|mdlsjtxt=νη-κερδής, ές ([[νη-]], [[κέρδος]]) [[unprofitable]], Hom.
}}
}}

Latest revision as of 16:45, 9 May 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: νηκερδής Medium diacritics: νηκερδής Low diacritics: νηκερδής Capitals: ΝΗΚΕΡΔΗΣ
Transliteration A: nēkerdḗs Transliteration B: nēkerdēs Transliteration C: nikerdis Beta Code: nhkerdh/s

English (LSJ)

νηκερδές (νη-, κέρδος), without gain, unprofitable, νηκερδέα βουλήν Il.17.469; ἔπος νηκερδὲς ἔειπες Od.14.509.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
sans profit, inutile.
Étymologie: νη-, κέρδος.

German (Pape)

ές, ohne Gewinn, nutzlos, unnütz; βουλή, ἔπος, Il. 17.469, Od. 14.509; οἶτος, Ap.Rh. 2.482; die Vetera Lexica erklären in Beziehung auf das Erste ἀσύνετος.

Russian (Dvoretsky)

νηκερδής: бесполезный, ненужный (ἔπος, βουλή Hom.).

Greek (Liddell-Scott)

νηκερδής: -ές, (νη-) ἄνευ κέρδους, ἀνωφελής, νηκερδέα βουλὴν Ἰλ. Ρ. 469· ἔπος νηκερδὲς ἔειπεν Ὀδ. Ξ. 509.

English (Autenrieth)

ές (κέρδος): profitless, useless.

Greek Monolingual

νηκερδής, -ές (Α)
αυτός που δεν αποφέρει όφελος, ο χωρίς κέρδος, ασύμφορος, ανωφελής.
[ΕΤΥΜΟΛ. < στερ. πρόθημα νη- + -κερδής (< κέρδος), πρβλ. ακερδής, δυσκερδής].

Greek Monotonic

νηκερδής: -ές (νη-, κέρδος), αυτός που δεν αποφέρει κέρδος, σε Όμηρ.

Middle Liddell

νη-κερδής, ές (νη-, κέρδος) unprofitable, Hom.