πεδότριψ: Difference between revisions

From LSJ

Γάμος γὰρ ἀνθρώποισιν εὐκταῖον κακόν → Conubium homini inire votivum est malum → Die Ehe ist den Menschen ein erflehtes Leid

Menander, Monostichoi, 102
m (Text replacement - "epith." to "epithet")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\]" to "πρβλ. $2$4]")
 
(3 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0542.png Seite 542]] ιβος, ὁ u. ἡ, die Fußfesseln abnutzend, komisch von nichtsnutzigen Sklaven, die oft in Fußfesseln stecken od. gefesselt zu werden verdienen, Luc. Saturn. 8; vgl. Moeris 331.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0542.png Seite 542]] ιβος, ὁ u. ἡ, die Fußfesseln abnutzend, komisch von nichtsnutzigen Sklaven, die oft in Fußfesseln stecken od. gefesselt zu werden verdienen, Luc. Saturn. 8; vgl. Moeris 331.
}}
{{ls
|lstext='''πεδότριψ''': -ῐβος, ὁ, καὶ ἡ, ([[πέδη]], [[τρίβω]]) ὁ πολλοὺς χρόνους ἐν πέδαις γεγονώς, κωμικὸν ἐπίθετον τῶν οὐδενὸς ἀξίων δούλων, Λουκ. τὰ πρὸς Κρόν. 8· - οὕτω, [[πέδων]], -ωνος, ὁ, Εὐστ. 1542. 48, «καὶ [[πέδων]], ὁ αὐτὸς καὶ [[ὀψιπέδων]]» Φώτ.· πρβλ. [[τριπέδων]], [[κέντρων]].
}}
}}
{{bailly
{{bailly
|btext=ιβος (ὁ, ἡ)<br />celui <i>ou</i> celle qui use les entraves (à force de les porter) <i>càd</i> mauvais esclave.<br />'''Étymologie:''' [[πέδη]], [[τρίβω]].
|btext=ιβος (ὁ, ἡ)<br />celui <i>ou</i> celle qui use les entraves (à force de les porter) <i>càd</i> mauvais esclave.<br />'''Étymologie:''' [[πέδη]], [[τρίβω]].
}}
}}
{{grml
{{elnl
|mltxt=-ιβος, ὁ, ἡ, Α<br />(με σκωπτική σημ. για τους ανάξιους δούλους) αυτός που από την πολλή [[χρήση]] έχει φθείρει τα [[δεσμά]] του.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[πέδη]] «[[δεσμός]]» <span style="color: red;">+</span> -<i>τριψ</i>, -<i>βος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[τρίβω]]), <b>πρβλ.</b> <i>σκευό</i>-<i>τριψ</i>].
|elnltext=πεδότριψ -ῐβος &#91;[[πέδη]], [[τρίβω]]] als adj. voetboeien verslijtend.
}}
}}
{{elru
{{elru
|elrutext='''πεδότριψ:''' τρῐβος ὁ и ἡ бран. (о рабах) трущий оковы, колодник Luc.
|elrutext='''πεδότριψ:''' τρῐβος ὁ и ἡ бран. (о рабах) трущий оковы, колодник Luc.
}}
}}
{{elnl
{{ls
|elnltext=πεδότριψ -ῐβος [πέδη, τρίβω] als adj. voetboeien verslijtend.
|lstext='''πεδότριψ''': -ῐβος, ὁ, καὶ ἡ, ([[πέδη]], [[τρίβω]]) ὁ πολλοὺς χρόνους ἐν πέδαις γεγονώς, κωμικὸν ἐπίθετον τῶν οὐδενὸς ἀξίων δούλων, Λουκ. τὰ πρὸς Κρόν. 8· - οὕτω, [[πέδων]], -ωνος, ὁ, Εὐστ. 1542. 48, «καὶ [[πέδων]], ὁ αὐτὸς καὶ [[ὀψιπέδων]]» Φώτ.· πρβλ. [[τριπέδων]], [[κέντρων]].
}}
{{grml
|mltxt=-ιβος, ὁ, ἡ, Α<br />(με σκωπτική σημ. για τους ανάξιους δούλους) αυτός που από την πολλή [[χρήση]] έχει φθείρει τα [[δεσμά]] του.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[πέδη]] «[[δεσμός]]» <span style="color: red;">+</span> -<i>τριψ</i>, -<i>βος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[τρίβω]]), [[πρβλ]]. [[σκευότριψ]]].
}}
}}

Latest revision as of 11:10, 10 May 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πεδότριψ Medium diacritics: πεδότριψ Low diacritics: πεδότριψ Capitals: ΠΕΔΟΤΡΙΨ
Transliteration A: pedótrips Transliteration B: pedotrips Transliteration C: pedotrips Beta Code: pedo/triy

English (LSJ)

-ιβος, ὁ and ἡ, (< πέδη, τρίβω) wearing out fetters, Com. epithet of good-for-nothing slaves, Luc. Sat. 8.

German (Pape)

[Seite 542] ιβος, ὁ u. ἡ, die Fußfesseln abnutzend, komisch von nichtsnutzigen Sklaven, die oft in Fußfesseln stecken od. gefesselt zu werden verdienen, Luc. Saturn. 8; vgl. Moeris 331.

French (Bailly abrégé)

ιβος (ὁ, ἡ)
celui ou celle qui use les entraves (à force de les porter) càd mauvais esclave.
Étymologie: πέδη, τρίβω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πεδότριψ -ῐβος [πέδη, τρίβω] als adj. voetboeien verslijtend.

Russian (Dvoretsky)

πεδότριψ: τρῐβος ὁ и ἡ бран. (о рабах) трущий оковы, колодник Luc.

Greek (Liddell-Scott)

πεδότριψ: -ῐβος, ὁ, καὶ ἡ, (πέδη, τρίβω) ὁ πολλοὺς χρόνους ἐν πέδαις γεγονώς, κωμικὸν ἐπίθετον τῶν οὐδενὸς ἀξίων δούλων, Λουκ. τὰ πρὸς Κρόν. 8· - οὕτω, πέδων, -ωνος, ὁ, Εὐστ. 1542. 48, «καὶ πέδων, ὁ αὐτὸς καὶ ὀψιπέδων» Φώτ.· πρβλ. τριπέδων, κέντρων.

Greek Monolingual

-ιβος, ὁ, ἡ, Α
(με σκωπτική σημ. για τους ανάξιους δούλους) αυτός που από την πολλή χρήση έχει φθείρει τα δεσμά του.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πέδη «δεσμός» + -τριψ, -βος (< τρίβω), πρβλ. σκευότριψ].