πολυθαρσής: Difference between revisions
ξένος ὢν ἀκολούθει τοῖς ἐπιχωρίοις νόμοις → as a foreigner, follow the laws of that country | when in Rome, do as the Romans do
Line 29: | Line 29: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-ές, Α<br />(<b>επικ. τ.</b>)<br /><b>1.</b> αυτός που έχει πολύ [[θάρρος]], [[μεγάλη]] [[αυτοπεποίθηση]] («εἰ γὰρ νῦν Τρώεσσι [[μένος]] πολυθαρσὲς ἐνείη», <b>Ομ. Οδ.</b>)<br /><b>2.</b> [[θαρραλέος]], [[γενναίος]]<br /><b>3.</b> (για πόλεμο) αυτός που διεξάγεται με μεγάλο [[θάρρος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>πολυ</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>θαρσής</i> (<span style="color: red;"><</span> [[θάρσος]], <i>το</i> «[[θάρρος]], [[θράσος]]»), | |mltxt=-ές, Α<br />(<b>επικ. τ.</b>)<br /><b>1.</b> αυτός που έχει πολύ [[θάρρος]], [[μεγάλη]] [[αυτοπεποίθηση]] («εἰ γὰρ νῦν Τρώεσσι [[μένος]] πολυθαρσὲς ἐνείη», <b>Ομ. Οδ.</b>)<br /><b>2.</b> [[θαρραλέος]], [[γενναίος]]<br /><b>3.</b> (για πόλεμο) αυτός που διεξάγεται με μεγάλο [[θάρρος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>πολυ</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>θαρσής</i> (<span style="color: red;"><</span> [[θάρσος]], <i>το</i> «[[θάρρος]], [[θράσος]]»), [[πρβλ]]. [[ευθαρσής]]]. | ||
}} | }} | ||
{{lsm | {{lsm |
Revision as of 11:20, 10 May 2023
English (LSJ)
ές, much-confident, μένος Il.17.156, Od.13.387; valorous, πόλεμος A.R.2.912.
German (Pape)
[Seite 663] ές, mit vieler Zuversicht, getrost, dreist; μένος, Il. 17, 156. 19, 37, wie Od. 13, 387; u. in späterer Prosa, wie Plut.
French (Bailly abrégé)
ής, ές :
plein de confiance, audacieux.
Étymologie: πολύς, θάρσος.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
πολυθαρσής -ές [πολύς, θάρσος] zeer moedig.
Russian (Dvoretsky)
πολυθαρσής: весьма отважный, самоуверенный (μένος Hom.).
Greek (Liddell-Scott)
πολυθαρσής: -ές, λίαν θαρραλέος, εὐθαρσής, μένος Ἰλ. Ρ. 156, Ὀδ. Ν. 387.
English (Autenrieth)
Greek Monolingual
-ές, Α
(επικ. τ.)
1. αυτός που έχει πολύ θάρρος, μεγάλη αυτοπεποίθηση («εἰ γὰρ νῦν Τρώεσσι μένος πολυθαρσὲς ἐνείη», Ομ. Οδ.)
2. θαρραλέος, γενναίος
3. (για πόλεμο) αυτός που διεξάγεται με μεγάλο θάρρος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ- + -θαρσής (< θάρσος, το «θάρρος, θράσος»), πρβλ. ευθαρσής].
Greek Monotonic
πολυθαρσής: -ές (θάρσος), πολύ θαραλλέος, σε Όμηρ.