πολυδεής: Difference between revisions

From LSJ

οὕτως ἐξ ἐχθρῶν αὐτοκτόνα πέμπετο δῶρα, ἐν χάριτος προφάσει μοῖραν ἔχοντα μόρου → thus mutual gifts that bring death were bestowed by enemies, gifts that brought the lot of death in the name of a favor

Source
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\]" to "πρβλ. $2$4]")
Line 17: Line 17:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-ές, Α<br />αυτός που έχει [[ανάγκη]] από [[πολλά]], που χρειάζεται [[πολλά]] («ἡ τοῦ σώματος [[χρεία]] [[πολυμερής]] τε οὖσα καὶ [[πολυδεής]]», Μάξ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>πολυ</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>δεής</i> (<span style="color: red;"><</span> <i>δέω</i> / <i>δῶ</i> «έχω [[έλλειψη]], στερούμαι»), <b>πρβλ.</b> <i>ολιγο</i>-<i>δεής</i>].
|mltxt=-ές, Α<br />αυτός που έχει [[ανάγκη]] από [[πολλά]], που χρειάζεται [[πολλά]] («ἡ τοῦ σώματος [[χρεία]] [[πολυμερής]] τε οὖσα καὶ [[πολυδεής]]», Μάξ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>πολυ</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>δεής</i> (<span style="color: red;"><</span> <i>δέω</i> / <i>δῶ</i> «έχω [[έλλειψη]], στερούμαι»), [[πρβλ]]. [[ολιγοδεής]]].
}}
}}

Revision as of 11:20, 10 May 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πολῠδεής Medium diacritics: πολυδεής Low diacritics: πολυδεής Capitals: ΠΟΛΥΔΕΗΣ
Transliteration A: polydeḗs Transliteration B: polydeēs Transliteration C: polydeis Beta Code: poludeh/s

English (LSJ)

ές, (δέομαι) wanting much, Max. Tyr. 21.4.

German (Pape)

[Seite 661] ές, viel bedürfend, Max. Tyr. 21, 4.

Greek (Liddell-Scott)

πολυδεής: -ές, (δέομαι) ὁ πολλῶν δεόμενος, ὁ πολλῶν ἔχων χρείαν, ἡ τοῦ σώματος χρεία πολυμερής τε οὖσα καὶ πολυδεὴς Μάξ. Τύρ. 21. 4.

Greek Monolingual

-ές, Α
αυτός που έχει ανάγκη από πολλά, που χρειάζεται πολλά («ἡ τοῦ σώματος χρεία πολυμερής τε οὖσα καὶ πολυδεής», Μάξ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ- + -δεής (< δέω / δῶ «έχω έλλειψη, στερούμαι»), πρβλ. ολιγοδεής].