σκιατραφής: Difference between revisions

From LSJ

Μετὰ τὴν δόσιν τάχιστα γηράσκει χάρις → Post munera cito consenescit gratia → Gleich nach der Gabe altert äußerst schnell der Dank

Menander, Monostichoi, 347
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\]" to "πρβλ. $2$4]")
Line 20: Line 20:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-ές, ΝΑ<br />αυτός που κάνει καθιστική ζωή, [[μαλθακός]], [[μαμμόθρεφτος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[σκιά]] <span style="color: red;">+</span> -<i>τραφής</i> (<span style="color: red;"><</span> [[τρέφω]]), <b>πρβλ.</b> <i>μηρο</i>-<i>τραφής</i>].
|mltxt=-ές, ΝΑ<br />αυτός που κάνει καθιστική ζωή, [[μαλθακός]], [[μαμμόθρεφτος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[σκιά]] <span style="color: red;">+</span> -<i>τραφής</i> (<span style="color: red;"><</span> [[τρέφω]]), [[πρβλ]]. [[μηροτραφής]]].
}}
}}
{{lsm
{{lsm

Revision as of 11:35, 10 May 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σκῐᾱτρᾰφής Medium diacritics: σκιατραφής Low diacritics: σκιατραφής Capitals: ΣΚΙΑΤΡΑΦΗΣ
Transliteration A: skiatraphḗs Transliteration B: skiatraphēs Transliteration C: skiatrafis Beta Code: skiatrafh/s

English (LSJ)

ές, brought up in the shade, i.e. leading a sedentary life, Agath.1.7.

German (Pape)

[Seite 898] ές, im Schatten erzogen, d. i. zu Hause, in der Stube, hinterm Ofen, bei sitzender Lebensart, nicht wie der Landmann unter freiem Himmel; dah. übh. weichlich erzogen, stubensitzerisch, umbratilis, umbraticus; ἀνδράριον σκ. καὶ ἁβροδίαιτον, Suid.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
élevé, grandi à l'ombre, càd qui mène une vie (trop) sédentaire, mou.
Étymologie: σκιά, τρέφω.

Greek (Liddell-Scott)

σκιᾱτρᾰφής: -ές, (τρέφω) ὁ ἀνατρεφόμενος ἐν τῇ σκιᾷ, δηλ. ζῶν ἐν σκιᾷ, διάγων βίον ἑδραῖον, «καθιστικόν», Λατ. umbratilis, Ἀγαθ. Ἱστ. 1. 7.

Greek Monolingual

-ές, ΝΑ
αυτός που κάνει καθιστική ζωή, μαλθακός, μαμμόθρεφτος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σκιά + -τραφής (< τρέφω), πρβλ. μηροτραφής].

Greek Monotonic

σκῐᾱτρᾰφής: -ές (τρέφω), αυτός που ανατράφηκε στη σκιά, που δηλαδή δεν είναι σκληραγωγημένος, μαλθακός, τρυφηλός.

Middle Liddell

σκιᾱ-τρᾰφής, ές τρέφω
brought up in the shade.