τρισκελής: Difference between revisions

From LSJ

ἄφες ἡμῖν τὰ ὀφειλήματα ἡμῶνforgive us our trespasses

Source
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)btext=(.*?:<br \/>)([\w\s'-]+), ([\w\s'-]+)\.<br" to "btext=$1$2, $3.<br")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\]" to "πρβλ. $2$4]")
Line 23: Line 23:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-ές, ΝΜΑ<br />αυτός που έχει [[τρία]] σκέλη, [[τρία]] στηρίγματα, [[τρία]] πόδια («τρισκελεῖς τράπεζαι», <b>Κρατίν.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>μτφ.</b> αυτός που έχει [[τρεις]] κλάδους ή [[τρία]] [[σημεία]] («[[τρισκελής]] [[ερώτηση]]»)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>μτφ.</b> (για [[ξόανο]]) αυτός που έχει πριαπική [[διάταση]] του φαλλού.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>τρι</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>σκελής</i> (<span style="color: red;"><</span> [[σκέλος]]), <b>πρβλ.</b> <i>ἑξα</i>-<i>σκελής</i>].
|mltxt=-ές, ΝΜΑ<br />αυτός που έχει [[τρία]] σκέλη, [[τρία]] στηρίγματα, [[τρία]] πόδια («τρισκελεῖς τράπεζαι», <b>Κρατίν.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>μτφ.</b> αυτός που έχει [[τρεις]] κλάδους ή [[τρία]] [[σημεία]] («[[τρισκελής]] [[ερώτηση]]»)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>μτφ.</b> (για [[ξόανο]]) αυτός που έχει πριαπική [[διάταση]] του φαλλού.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>τρι</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>σκελής</i> (<span style="color: red;"><</span> [[σκέλος]]), [[πρβλ]]. [[ἑξασκελής]]].
}}
}}
{{lsm
{{lsm

Revision as of 11:50, 10 May 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τρισκελής Medium diacritics: τρισκελής Low diacritics: τρισκελής Capitals: ΤΡΙΣΚΕΛΗΣ
Transliteration A: triskelḗs Transliteration B: triskelēs Transliteration C: triskelis Beta Code: triskelh/s

English (LSJ)

ές, three-legged, τράπεζα Cratin.301; ξόανον Theoc.Ep. 4.3; βάσις Hero Bel.88.4; κτεὶς τ., name of a bandage, Sor.Fasc. 45.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
à trois jambes, à trois pieds.
Étymologie: τρεῖς, σκέλος.

German (Pape)

ές, dreischenkelig, dreifüßig; τράπεζαι Cratin. bei Ath. II.49; Theocr. ep. 4.3.

Russian (Dvoretsky)

τρισκελής: треногий (ξόανον Theocr.).

Greek (Liddell-Scott)

τρισκελής: -ές, ὁ ἔχων τρία σκέλη, τρεῖς πόδας, τρισκελεῖς τράπεζαι Κρατῖν. ἐν Ἀδήλ. 9· τρ. ξόανον (τοῦ Πριάπου) Θεοκρ. Ἐπιγράμμ. 4. 3.

Greek Monolingual

-ές, ΝΜΑ
αυτός που έχει τρία σκέλη, τρία στηρίγματα, τρία πόδια («τρισκελεῖς τράπεζαι», Κρατίν.)
νεοελλ.
μτφ. αυτός που έχει τρεις κλάδους ή τρία σημείατρισκελής ερώτηση»)
αρχ.
μτφ. (για ξόανο) αυτός που έχει πριαπική διάταση του φαλλού.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τρι- + -σκελής (< σκέλος), πρβλ. ἑξασκελής].

Greek Monotonic

τρισκελής: -ές, αυτός που έχει τρία σκέλη, τρία πόδια, ξόανον, σε Θεόκρ.

Middle Liddell

τρι-σκελής, ές
three-legged, ξόανον Theocr.