φιλόδοξος: Difference between revisions
τί ἦ μοι ταῦτα περὶ δρῦν ἢ περὶ πέτρην → but what is this to me, about an oak or a rock | but what are these things about a tree or a rock to me | why all this about trees and rocks | why all this about what we have nothing to do with | but why am I off on this tangent
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(<\/b>) ([a-zA-ZÀ-ÿŒ'œ ]+) <i>" to "$1 $2 <i>") |
|||
Line 23: | Line 23: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-η, -ο / [[φιλόδοξος]], -ον, ΝΜΑ<br />αυτός που αγαπά υπέρμετρα τη [[δόξα]], αυτός που επιθυμεί πολύ και επιδιώκει να αποκτήσει [[δόξα]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που διακατέχεται από ζωηρή [[επιθυμία]] για την [[επιτέλεση]] ενός έργου<br /><b>2.</b> (με αρνητική σημ.) [[μεγαλομανής]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ φιλόδοξον</i><br />η [[φιλοδοξία]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br />[[φιλοδόξως]] ΝΑ, και <i>φιλόδοξα</i> Ν<br />με [[φιλοδοξία]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>φιλ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>δοξος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[δόξα]]), | |mltxt=-η, -ο / [[φιλόδοξος]], -ον, ΝΜΑ<br />αυτός που αγαπά υπέρμετρα τη [[δόξα]], αυτός που επιθυμεί πολύ και επιδιώκει να αποκτήσει [[δόξα]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που διακατέχεται από ζωηρή [[επιθυμία]] για την [[επιτέλεση]] ενός έργου<br /><b>2.</b> (με αρνητική σημ.) [[μεγαλομανής]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ φιλόδοξον</i><br />η [[φιλοδοξία]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br />[[φιλοδόξως]] ΝΑ, και <i>φιλόδοξα</i> Ν<br />με [[φιλοδοξία]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>φιλ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>δοξος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[δόξα]]), [[πρβλ]]. [[ματαιόδοξος]]]. | ||
}} | }} | ||
{{lsm | {{lsm |
Revision as of 12:05, 10 May 2023
English (LSJ)
ον, (δόξα) loving fame or glory, Pl.R.480a, Phld.Lib.p.61 O. (prob., Comp.); περί τι Arist.Rh.1387b33; in bad sense, Ph.2.32, al.; εἰς τοὺς Ἕλληνας Plb.7.8.6: Sup., Id.32.8.5; τὸ φ. Luc.Peregr.38. Adv. -ξως JHS54.141 (Delos, ii B. C.), OGI339.98 (Sestos, ii B. C.), etc.: Sup. -ότατα Supp.Epigr.1.397.9 (Samos, i A. D.).
German (Pape)
[Seite 1279] 1) ehrliebend, ehrsüchtig, ehrbegierig; Plat. Rep. V, 480; Pol. 32, 23, 5 u. Sp., wie Plut. philos. c. princ. 1. – 2) seine eigne Meinung liebend, u. übh. für eine Meinung eingenommen, Sp.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
1 qui s'attache à une opinion;
2 qui aime la gloire ou la renommée ; τὸ φιλόδοξον l'amour de la gloire.
Étymologie: φίλος, δόξα.
Russian (Dvoretsky)
φιλόδοξος:
1 любящий мнимое знание: φιλόδοξοι μᾶλλον ἢ φιλόσοφοι Plat. ищущие скорее мнимых знаний, чем мудрости;
2 любящий славу: φ. περί τι Arst. ищущий славы в чем-л.; φ. εἴς τινα Polyb. домогающийся славы у кого-л.
Greek (Liddell-Scott)
φῐλόδοξος: -ον, (δόξα) ὁ φιλῶν τὴν δόξαν ἢ τὴν τιμήν, θέλων νὰ δοξάζηται ἢ νὰ τιμᾶται, Πλατ. Πολ. 480Α· περί τι Ἀριστ. Ρητ. 2. 10, 3· εἴς τινα Πολύβ. 7. 8, 6 (πρβλ. φιλοδοξέω)· ― τὸ φιλόδοξον Λουκ. Περεγρ. 38. Ἐπίρρ. -ξως, Συλλ. Ἐπιγρ. 2699, κλπ.
Greek Monolingual
-η, -ο / φιλόδοξος, -ον, ΝΜΑ
αυτός που αγαπά υπέρμετρα τη δόξα, αυτός που επιθυμεί πολύ και επιδιώκει να αποκτήσει δόξα
νεοελλ.
1. αυτός που διακατέχεται από ζωηρή επιθυμία για την επιτέλεση ενός έργου
2. (με αρνητική σημ.) μεγαλομανής
αρχ.
το ουδ. ως ουσ. τὸ φιλόδοξον
η φιλοδοξία.
επίρρ...
φιλοδόξως ΝΑ, και φιλόδοξα Ν
με φιλοδοξία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο)- + -δοξος (< δόξα), πρβλ. ματαιόδοξος].
Greek Monotonic
φῐλόδοξος: -ον (δόξα), αυτός που αγαπά τις τιμές ή τη δόξα, σε Πλάτ.· τὸ φιλόδοξον = το προηγ., σε Λουκ.
Middle Liddell
φῐλό-δοξος, ον, δόξα
loving honour or glory, Plat.: τὸ φιλόδοξον, = φιλοδοξία, Luc.