ὀρροπύγιον: Difference between revisions

From LSJ

τῶν δ᾽ ὀρθουμένων σῴζει τὰ πολλὰ σώμαθ᾽ ἡ πειθαρχία → But of those who make it through, following orders is what saves most of their lives (Sophocles, Antigone 675f.)

Source
mNo edit summary
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\]" to "πρβλ. $2$4]")
 
(12 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=orropygion
|Transliteration C=orropygion
|Beta Code=o)rropu/gion
|Beta Code=o)rropu/gion
|Definition=[ῡ], Ion. [[ὀρσοπύγιον]] GDI5702.35 (Samos, iv B. C.), τό: ([[ὄρρος]]):—[[pygostyle]], [[rump]] of [[bird]]s, in which the [[tail]]-[[feather]]s are set, Arist. HA504a32,618b33, al. (with vv. ll. [[οὐροπύγιον]], [[ὀροπύγιον]], cf. [[τοὐροπύγιον]] in Phld. Rh.2.189 S., but [[ὀρροπύγιον]] is certain in IG22.1498.27 (Athens, iv B. C.)); of the [[sepia]], Arist.HA525a12: generally, [[rear]], [[tail]], [[rump]] of any [[animal]], Ar.V.1075, Nu.162.
|Definition=[ῡ], Ion. [[ὀρσοπύγιον]] GDI5702.35 (Samos, iv B. C.), τό: ([[ὄρρος]]):—[[pygostyle]], [[rump]] of [[bird]]s, in which the [[tail]]-[[feather]]s are set, Arist. HA504a32,618b33, al. (with [[variae lectiones|vv.ll.]] [[οὐροπύγιον]], [[ὀροπύγιον]], cf. [[τοὐροπύγιον]] in Phld. Rh.2.189 S., but [[ὀρροπύγιον]] is certain in IG22.1498.27 (Athens, iv B. C.)); of the [[sepia]], Arist.HA525a12: generally, [[rear]], [[tail]], [[rump]] of any [[animal]], Ar.V.1075, Nu.162.
}}
{{bailly
|btext=ου (τό) :<br /><b>1</b> extrémité de la colonne vertébrale, <i>particul.</i> croupion d'un oiseau;<br /><b>2</b> [[nageoire de poisson]];<br /><b>3</b> [[organe auquel s'adapte le dard d'un cousin]].<br />'''Étymologie:''' [[ὄρνυμι]], [[πυγή]].
}}
{{pape
|ptext=τό, <i>die hervorstehenden [[Schwanzfedern]], der [[Schwanz]] der [[Vögel]]</i>, Arist. <i>H.A</i>. 2.12, der von den [[Vögeln]] sagt οὐρὰν μὲν οὐκ ἔχουσι, [[ὀρροπύγιον]] δέ. Vgl. auch die komische [[Frage]] bei Ar. ὁπότερα τὴν γνώμην ἔχοι, τὰς ἐμπίδας κατὰ τὸ στόμ' [[ᾄδειν]] ἢ κατὰ [[τοὐρροπύγιον]], <i>Nub</i>. 158. Auch vom [[Stachel]] der [[Wespen]], <i>Vesp</i>. 1075. – Auch <i>die Schwanzflossen der [[Fische]]</i>. – Die [[Schreibart]] [[ὀροπύγιον]] ist [[falsch]], die [[Schreibart]] [[ὀρθοπύγιον]], [[welche]] [[Schneider]] der [[Ableitung]] [[wegen]] vorzieht, wie diese [[selbst]] [[zweifelhaft]].
}}
{{elru
|elrutext='''ὀρροπύγιον:''' (ῡ) τό<br /><b class="num">1</b> [[гузка]] (οἱ ὄρνιθες οὐρὰν μὲν οὐκ ἔχουσιν, ὀ. δέ Arst.);<br /><b class="num">2</b> [[хвостовой плавник]] (τῆς σηπίας Arst.);<br /><b class="num">3</b> [[задняя оконечность брюшка]] (τῆς ἐμπίδος Arph.);<br /><b class="num">4</b> [[осиное жало]] Arph.
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ὀρροπύγιον''': [ῡ], τό, τὸ [[ἄκρον]] τοῦ κόκκυγος λεγομένου ὀστοῦ τῶν πτηνῶν, [[ὅθεν]] φύονται τὰ πτερὰ τῆς οὐρᾶς, κοινῶς «κωλοκούκουρον», Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 2. 12, 9., 9. 32, 3 καὶ 5 ([[ἔνθα]] ὁ Βεκκῆρ. διατηρεῖ οὐροπ-, ἀλλ’ ἴδε Cobet V. LL. 278)· - τὸ οὐραῖον [[πτερύγιον]] τῶν ἰχθύων, [[αὐτόθι]] 4. 1. 25· - [[καθόλου]], ἡ οὐρὰ ἢ ὁ γλουτὸς παντὸς ζῴου, Ἀριστοφ. Σφ. 1075, Νεφ. 162.
|lstext='''ὀρροπύγιον''': [ῡ], τό, τὸ [[ἄκρον]] τοῦ κόκκυγος λεγομένου ὀστοῦ τῶν πτηνῶν, [[ὅθεν]] φύονται τὰ πτερὰ τῆς οὐρᾶς, κοινῶς «κωλοκούκουρον», Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 2. 12, 9., 9. 32, 3 καὶ 5 ([[ἔνθα]] ὁ Βεκκῆρ. διατηρεῖ οὐροπ-, ἀλλ’ ἴδε Cobet V. LL. 278)· - τὸ οὐραῖον [[πτερύγιον]] τῶν ἰχθύων, [[αὐτόθι]] 4. 1. 25· - [[καθόλου]], ἡ οὐρὰ ἢ ὁ γλουτὸς παντὸς ζῴου, Ἀριστοφ. Σφ. 1075, Νεφ. 162.
}}
{{bailly
|btext=ου (τό) :<br /><b>1</b> extrémité de la colonne vertébrale, <i>particul.</i> croupion d’un oiseau;<br /><b>2</b> nageoire de poisson;<br /><b>3</b> organe auquel s’adapte le dard d’un cousin.<br />'''Étymologie:''' [[ὄρνυμι]], [[πυγή]].
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ὀρροπύγιον]] και [[οὐροπύγιον]] και ιων. τ. ὀρσοπύγιον, τὸ (Α)<br /><b>1.</b> το [[κάτω]] [[άκρο]] του οστού του κόκκυγος, [[ιδίως]] τών πτηνών, όπου φυτρώνουν τα φτερά της ουράς<br /><b>2.</b> η [[ουρά]] ή ο [[γλουτός]] [[κάθε]] ζώου.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ὄρρος]] «το [[άκρο]] του ιερού οστού» <span style="color: red;">+</span> -<i>πύγιον</i> (<span style="color: red;"><</span> [[πυγή]] «[[γλουτός]]»), <b>πρβλ.</b> <i>ορθο</i>-<i>πύγιον</i>].
|mltxt=[[ὀρροπύγιον]] και [[οὐροπύγιον]] και ιων. τ. ὀρσοπύγιον, τὸ (Α)<br /><b>1.</b> το [[κάτω]] [[άκρο]] του οστού του κόκκυγος, [[ιδίως]] τών πτηνών, όπου φυτρώνουν τα φτερά της ουράς<br /><b>2.</b> η [[ουρά]] ή ο [[γλουτός]] [[κάθε]] ζώου.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ὄρρος]] «το [[άκρο]] του ιερού οστού» <span style="color: red;">+</span> -<i>πύγιον</i> (<span style="color: red;"><</span> [[πυγή]] «[[γλουτός]]»), [[πρβλ]]. [[ορθοπύγιον]]].
}}
}}
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ὀρροπύγιον:''' [ῡ], τό, [[άκρο]] οστού όπου βγαίνουν τα φτερά της ουράς του πουλιού· γενικά, η [[ουρά]] ή το [[οστό]] [[κόκκυγας]] στην [[απόληξη]] της σπονδυλικής στήλης [[κάθε]] ζώου, σε Αριστοφ.
|lsmtext='''ὀρροπύγιον:''' [ῡ], τό, [[άκρο]] οστού όπου βγαίνουν τα φτερά της ουράς του πουλιού· γενικά, η [[ουρά]] ή το [[οστό]] [[κόκκυγας]] στην [[απόληξη]] της σπονδυλικής στήλης [[κάθε]] ζώου, σε Αριστοφ.
}}
{{elru
|elrutext='''ὀρροπύγιον:''' (ῡ) τό<br /><b class="num">1)</b> гузка (οἱ ὄρνιθες οὐρὰν μὲν οὐκ ἔχουσιν, ὀ. δέ Arst.);<br /><b class="num">2)</b> хвостовой плавник (τῆς σηπίας Arst.);<br /><b class="num">3)</b> задняя оконечность брюшка (τῆς ἐμπίδος Arph.);<br /><b class="num">4)</b> осиное жало Arph.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=ὀρρο-πύ¯γιον, ου, τό,<br />the [[rump]] of birds:—[[generally]], the [[tail]] or [[rump]] of any [[animal]], Ar.
|mdlsjtxt=ὀρρο-πύ¯γιον, ου, τό,<br />the [[rump]] of birds:—[[generally]], the [[tail]] or [[rump]] of any [[animal]], Ar.
}}
}}

Latest revision as of 12:10, 10 May 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὀρροπῡ́γιον Medium diacritics: ὀρροπύγιον Low diacritics: ορροπύγιον Capitals: ΟΡΡΟΠΥΓΙΟΝ
Transliteration A: orropýgion Transliteration B: orropygion Transliteration C: orropygion Beta Code: o)rropu/gion

English (LSJ)

[ῡ], Ion. ὀρσοπύγιον GDI5702.35 (Samos, iv B. C.), τό: (ὄρρος):—pygostyle, rump of birds, in which the tail-feathers are set, Arist. HA504a32,618b33, al. (with vv.ll. οὐροπύγιον, ὀροπύγιον, cf. τοὐροπύγιον in Phld. Rh.2.189 S., but ὀρροπύγιον is certain in IG22.1498.27 (Athens, iv B. C.)); of the sepia, Arist.HA525a12: generally, rear, tail, rump of any animal, Ar.V.1075, Nu.162.

French (Bailly abrégé)

ου (τό) :
1 extrémité de la colonne vertébrale, particul. croupion d'un oiseau;
2 nageoire de poisson;
3 organe auquel s'adapte le dard d'un cousin.
Étymologie: ὄρνυμι, πυγή.

German (Pape)

τό, die hervorstehenden Schwanzfedern, der Schwanz der Vögel, Arist. H.A. 2.12, der von den Vögeln sagt οὐρὰν μὲν οὐκ ἔχουσι, ὀρροπύγιον δέ. Vgl. auch die komische Frage bei Ar. ὁπότερα τὴν γνώμην ἔχοι, τὰς ἐμπίδας κατὰ τὸ στόμ' ᾄδειν ἢ κατὰ τοὐρροπύγιον, Nub. 158. Auch vom Stachel der Wespen, Vesp. 1075. – Auch die Schwanzflossen der Fische. – Die Schreibart ὀροπύγιον ist falsch, die Schreibart ὀρθοπύγιον, welche Schneider der Ableitung wegen vorzieht, wie diese selbst zweifelhaft.

Russian (Dvoretsky)

ὀρροπύγιον: (ῡ) τό
1 гузка (οἱ ὄρνιθες οὐρὰν μὲν οὐκ ἔχουσιν, ὀ. δέ Arst.);
2 хвостовой плавник (τῆς σηπίας Arst.);
3 задняя оконечность брюшка (τῆς ἐμπίδος Arph.);
4 осиное жало Arph.

Greek (Liddell-Scott)

ὀρροπύγιον: [ῡ], τό, τὸ ἄκρον τοῦ κόκκυγος λεγομένου ὀστοῦ τῶν πτηνῶν, ὅθεν φύονται τὰ πτερὰ τῆς οὐρᾶς, κοινῶς «κωλοκούκουρον», Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 2. 12, 9., 9. 32, 3 καὶ 5 (ἔνθα ὁ Βεκκῆρ. διατηρεῖ οὐροπ-, ἀλλ’ ἴδε Cobet V. LL. 278)· - τὸ οὐραῖον πτερύγιον τῶν ἰχθύων, αὐτόθι 4. 1. 25· - καθόλου, ἡ οὐρὰ ἢ ὁ γλουτὸς παντὸς ζῴου, Ἀριστοφ. Σφ. 1075, Νεφ. 162.

Greek Monolingual

ὀρροπύγιον και οὐροπύγιον και ιων. τ. ὀρσοπύγιον, τὸ (Α)
1. το κάτω άκρο του οστού του κόκκυγος, ιδίως τών πτηνών, όπου φυτρώνουν τα φτερά της ουράς
2. η ουρά ή ο γλουτός κάθε ζώου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὄρρος «το άκρο του ιερού οστού» + -πύγιον (< πυγή «γλουτός»), πρβλ. ορθοπύγιον].

Greek Monotonic

ὀρροπύγιον: [ῡ], τό, άκρο οστού όπου βγαίνουν τα φτερά της ουράς του πουλιού· γενικά, η ουρά ή το οστό κόκκυγας στην απόληξη της σπονδυλικής στήλης κάθε ζώου, σε Αριστοφ.

Middle Liddell

ὀρρο-πύ¯γιον, ου, τό,
the rump of birds:—generally, the tail or rump of any animal, Ar.