ὁμοκλινής: Difference between revisions

From LSJ

Ἰὸς πέφυκεν ἀσπίδος κακὴ γυνή → Ipsum venenum aspidis mulier mala → Das reinste Natterngift ist eine schlechte Frau

Menander, Monostichoi, 261
(28)
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\]" to "πρβλ. $2$4]")
 
(One intermediate revision by the same user not shown)
Line 3: Line 3:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-ές (Α [[ὁμοκλινής]], -ές)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>φρ.</b> α) «[[ομοκλινής]] [[δομή]]»<br /><b>γεωλ.</b> [[σειρά]] γεωλογογικών στρωμάτων τα οποία κλίνουν [[προς]] μία [[κατεύθυνση]] υπό σταθερή [[γωνία]]<br />β) «[[ομοκλινής]] [[ράχη]]»<br /><b>(γεωμορφ.)</b> γεωμορφή που χαρακτηρίζεται από έναν κρημνό —ή [[μέτωπο]]— στη μία [[πλευρά]] και από μία ομαλή κλιτύ από την [[άλλη]], αλλ. [[κουέστα]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[ομόκλινος]], αυτός που πλαγιάζει στο ίδιο [[ανάκλιντρο]] [[δίπλα]] στο [[τραπέζι]], [[ομοτράπεζος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ομ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>κλινής</i> (<span style="color: red;"><</span> [[κλίνω]]), <b>πρβλ.</b> <i>επι</i>-<i>κλινής</i>].
|mltxt=-ές (Α [[ὁμοκλινής]], -ές)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>φρ.</b> α) «[[ομοκλινής]] [[δομή]]»<br /><b>γεωλ.</b> [[σειρά]] γεωλογογικών στρωμάτων τα οποία κλίνουν [[προς]] μία [[κατεύθυνση]] υπό σταθερή [[γωνία]]<br />β) «[[ομοκλινής]] [[ράχη]]»<br /><b>(γεωμορφ.)</b> γεωμορφή που χαρακτηρίζεται από έναν κρημνό —ή [[μέτωπο]]— στη μία [[πλευρά]] και από μία ομαλή κλιτύ από την [[άλλη]], αλλ. [[κουέστα]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[ομόκλινος]], αυτός που πλαγιάζει στο ίδιο [[ανάκλιντρο]] [[δίπλα]] στο [[τραπέζι]], [[ομοτράπεζος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ομ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>κλινής</i> (<span style="color: red;"><</span> [[κλίνω]]), [[πρβλ]]. [[επικλινής]]].
}}
{{pape
|ptext=ές, = [[ὁμόκλινος]], Nonn.
}}
}}

Latest revision as of 12:10, 10 May 2023

Greek (Liddell-Scott)

ὁμοκλῐνής: -ές, = τῷ ἑπομ., Νόνν. Εὐαγγ. κ. Ἰω. β΄, 2.

Greek Monolingual

-ές (Α ὁμοκλινής, -ές)
νεοελλ.
φρ. α) «ομοκλινής δομή»
γεωλ. σειρά γεωλογογικών στρωμάτων τα οποία κλίνουν προς μία κατεύθυνση υπό σταθερή γωνία
β) «ομοκλινής ράχη»
(γεωμορφ.) γεωμορφή που χαρακτηρίζεται από έναν κρημνό —ή μέτωπο— στη μία πλευρά και από μία ομαλή κλιτύ από την άλλη, αλλ. κουέστα
αρχ.
ομόκλινος, αυτός που πλαγιάζει στο ίδιο ανάκλιντρο δίπλα στο τραπέζι, ομοτράπεζος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ομ(ο)- + -κλινής (< κλίνω), πρβλ. επικλινής].

German (Pape)

ές, = ὁμόκλινος, Nonn.