ἡδύβιος: Difference between revisions
Ubi idem et maximus et honestissimus amor est, aliquando praestat morte jungi, quam vita distrahi → Where indeed the greatest and most honourable love exists, it is much better to be joined by death, than separated by life.
Line 17: | Line 17: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-ο (Α [[ἡδύβιος]], -ον)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>το αρσ. ως ουσ.</b> ο [[ηδύβιος]]<br />[[γένος]] μικρών κολεόπτερων εντόμων που ζουν στα [[ξερά]] ξύλα, αλλ. ηδοβία<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που γλυκαίνει τη ζωή, [[γλυκός]], [[ευχάριστος]]<br /><b>2.</b> (<b>το ουδ. πληθ. ως ουσ.</b>) <i>τὰ ἡδύβια</i><br />[[ονομασία]] ορισμένων γλυκισμάτων ή πλακούντων<br /><b>3.</b> αυτός που ζει ευχάριστα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ηδύ</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>βιος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[βίος]]), [[πρβλ]]. [[ | |mltxt=-ο (Α [[ἡδύβιος]], -ον)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>το αρσ. ως ουσ.</b> ο [[ηδύβιος]]<br />[[γένος]] μικρών κολεόπτερων εντόμων που ζουν στα [[ξερά]] ξύλα, αλλ. ηδοβία<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που γλυκαίνει τη ζωή, [[γλυκός]], [[ευχάριστος]]<br /><b>2.</b> (<b>το ουδ. πληθ. ως ουσ.</b>) <i>τὰ ἡδύβια</i><br />[[ονομασία]] ορισμένων γλυκισμάτων ή πλακούντων<br /><b>3.</b> αυτός που ζει ευχάριστα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ηδύ</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>βιος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[βίος]]), [[πρβλ]]. [[αμφίβιος]], [[υδρόβιος]]). | ||
}} | }} |
Revision as of 12:55, 10 May 2023
English (LSJ)
[ῠ], ον<, A sweetening life: τὰ ἡ. a name of certain cakes, Chrysipp.Tyan. ap. Ath.14.647c. II living pleasantly, Ptol.Tetr. 162, Vett. Val.18.29, Sch.Ar.V.504.
German (Pape)
[Seite 1153] angenehm lebend, Sp.; – ἡδύβια, τά, eine Art Kuchen (lebenversüßend), Ath. XIV, 647 c.
Greek (Liddell-Scott)
ἡδύβιος: -ον, ὁ ἡδύνων, γλυκαίνων τὸν βίον, τὰ ἡδ… ὄνομα πλακούντων τινῶν, Χρύσιππ. Τυαν. (Ἀθην. 647C). II. ζῶν ἡδέως, Πρόκλ. Πτολ. σ. 230.
Greek Monolingual
-ο (Α ἡδύβιος, -ον)
νεοελλ.
το αρσ. ως ουσ. ο ηδύβιος
γένος μικρών κολεόπτερων εντόμων που ζουν στα ξερά ξύλα, αλλ. ηδοβία
αρχ.
1. αυτός που γλυκαίνει τη ζωή, γλυκός, ευχάριστος
2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ ἡδύβια
ονομασία ορισμένων γλυκισμάτων ή πλακούντων
3. αυτός που ζει ευχάριστα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ηδύ- + -βιος (< βίος), πρβλ. αμφίβιος, υδρόβιος).