λαχταρώ: Difference between revisions

From LSJ

μηδενί δίκην δικάσῃς πρίν ἀμφοῖν μῦθον ἀκούσῃς → do not give your judgement on anything until you have heard a speech on both sides

Source
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)ΕΤΥΜΟΛ\.(.*?)\]\]\)\. }}" to "ΕΤΥΜΟΛ.$1]]]. }}")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=(Μ λαχταρῶ και λακταρῶ, -άω)<br />[[επιθυμώ]] σφοδρά, [[ποθώ]] διακαώς («λαχτάρησε τα [[παιδιά]] του τόσον καιρό στο εξωτερικό»)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> ([[ιδίως]] για [[ψάρι]]) [[σπαρταρώ]]<br /><b>2.</b> [[σπαράζω]], συγκλονίζομαι από [[συγκίνηση]] ή πόθο<br /><b>3.</b> βρίσκομαι σε [[υπερδιέγερση]] από φόβο ή [[αγωνία]], [[τρομάζω]] («λαχτάρησα ώσπου να περάσεις τον δρόμο»)<br /><b>4.</b> (σχετικά με φαγητά) λιγουρεύομαι, [[λιχουδεύομαι]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[λαχτάρα]]. Κατ' [[άλλη]] [[άποψη]], πρόκειται για μεταπλασμένο ενεστ. του [[λαχταρίζω]], σχηματισμένο από τον αόρ. <i>λαχτάρ</i>-<i>ισα</i>, που συνέπιπτε φωνητικά με τον αόρ. του [[λαχταρώ]] ([[πρβλ]]. [[χαιρετίζω]]: [[χαιρετώ]]).
|mltxt=(Μ λαχταρῶ και λακταρῶ, -άω)<br />[[επιθυμώ]] σφοδρά, [[ποθώ]] διακαώς («λαχτάρησε τα [[παιδιά]] του τόσον καιρό στο εξωτερικό»)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> ([[ιδίως]] για [[ψάρι]]) [[σπαρταρώ]]<br /><b>2.</b> [[σπαράζω]], συγκλονίζομαι από [[συγκίνηση]] ή πόθο<br /><b>3.</b> βρίσκομαι σε [[υπερδιέγερση]] από φόβο ή [[αγωνία]], [[τρομάζω]] («λαχτάρησα ώσπου να περάσεις τον δρόμο»)<br /><b>4.</b> (σχετικά με φαγητά) λιγουρεύομαι, [[λιχουδεύομαι]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[λαχτάρα]]. Κατ' [[άλλη]] [[άποψη]], πρόκειται για μεταπλασμένο ενεστ. του [[λαχταρίζω]], σχηματισμένο από τον αόρ. <i>λαχτάρ</i>-<i>ισα</i>, που συνέπιπτε φωνητικά με τον αόρ. του [[λαχταρώ]] ([[πρβλ]]. [[χαιρετίζω]]: [[χαιρετώ]]].
}}
}}

Latest revision as of 13:22, 10 May 2023

Greek Monolingual

(Μ λαχταρῶ και λακταρῶ, -άω)
επιθυμώ σφοδρά, ποθώ διακαώς («λαχτάρησε τα παιδιά του τόσον καιρό στο εξωτερικό»)
νεοελλ.
1. (ιδίως για ψάρι) σπαρταρώ
2. σπαράζω, συγκλονίζομαι από συγκίνηση ή πόθο
3. βρίσκομαι σε υπερδιέγερση από φόβο ή αγωνία, τρομάζω («λαχτάρησα ώσπου να περάσεις τον δρόμο»)
4. (σχετικά με φαγητά) λιγουρεύομαι, λιχουδεύομαι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λαχτάρα. Κατ' άλλη άποψη, πρόκειται για μεταπλασμένο ενεστ. του λαχταρίζω, σχηματισμένο από τον αόρ. λαχτάρ-ισα, που συνέπιπτε φωνητικά με τον αόρ. του λαχταρώ (πρβλ. χαιρετίζω: χαιρετώ].