λαχταρώ: Difference between revisions
From LSJ
Cicero, Tusculanarum Disputationum, I.45.109
(22) |
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)ΕΤΥΜΟΛ\.(.*?)\]\]\)\. }}" to "ΕΤΥΜΟΛ.$1]]]. }}") |
||
(One intermediate revision by the same user not shown) | |||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=(Μ λαχταρῶ και λακταρῶ, -άω)<br />[[επιθυμώ]] σφοδρά, [[ποθώ]] διακαώς («λαχτάρησε τα [[παιδιά]] του τόσον καιρό στο εξωτερικό»)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> ([[ιδίως]] για [[ψάρι]]) [[σπαρταρώ]]<br /><b>2.</b> [[σπαράζω]], συγκλονίζομαι από [[συγκίνηση]] ή πόθο<br /><b>3.</b> βρίσκομαι σε [[υπερδιέγερση]] από φόβο ή [[αγωνία]], [[τρομάζω]] («λαχτάρησα ώσπου να περάσεις τον δρόμο»)<br /><b>4.</b> (σχετικά με φαγητά) λιγουρεύομαι, [[λιχουδεύομαι]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[λαχτάρα]]. Κατ' [[άλλη]] [[άποψη]], πρόκειται για μεταπλασμένο ενεστ. του [[λαχταρίζω]], σχηματισμένο από τον αόρ. <i>λαχτάρ</i>-<i>ισα</i>, που συνέπιπτε φωνητικά με τον αόρ. του [[λαχταρώ]] ( | |mltxt=(Μ λαχταρῶ και λακταρῶ, -άω)<br />[[επιθυμώ]] σφοδρά, [[ποθώ]] διακαώς («λαχτάρησε τα [[παιδιά]] του τόσον καιρό στο εξωτερικό»)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> ([[ιδίως]] για [[ψάρι]]) [[σπαρταρώ]]<br /><b>2.</b> [[σπαράζω]], συγκλονίζομαι από [[συγκίνηση]] ή πόθο<br /><b>3.</b> βρίσκομαι σε [[υπερδιέγερση]] από φόβο ή [[αγωνία]], [[τρομάζω]] («λαχτάρησα ώσπου να περάσεις τον δρόμο»)<br /><b>4.</b> (σχετικά με φαγητά) λιγουρεύομαι, [[λιχουδεύομαι]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[λαχτάρα]]. Κατ' [[άλλη]] [[άποψη]], πρόκειται για μεταπλασμένο ενεστ. του [[λαχταρίζω]], σχηματισμένο από τον αόρ. <i>λαχτάρ</i>-<i>ισα</i>, που συνέπιπτε φωνητικά με τον αόρ. του [[λαχταρώ]] ([[πρβλ]]. [[χαιρετίζω]]: [[χαιρετώ]]]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 13:22, 10 May 2023
Greek Monolingual
(Μ λαχταρῶ και λακταρῶ, -άω)
επιθυμώ σφοδρά, ποθώ διακαώς («λαχτάρησε τα παιδιά του τόσον καιρό στο εξωτερικό»)
νεοελλ.
1. (ιδίως για ψάρι) σπαρταρώ
2. σπαράζω, συγκλονίζομαι από συγκίνηση ή πόθο
3. βρίσκομαι σε υπερδιέγερση από φόβο ή αγωνία, τρομάζω («λαχτάρησα ώσπου να περάσεις τον δρόμο»)
4. (σχετικά με φαγητά) λιγουρεύομαι, λιχουδεύομαι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λαχτάρα. Κατ' άλλη άποψη, πρόκειται για μεταπλασμένο ενεστ. του λαχταρίζω, σχηματισμένο από τον αόρ. λαχτάρ-ισα, που συνέπιπτε φωνητικά με τον αόρ. του λαχταρώ (πρβλ. χαιρετίζω: χαιρετώ].