οἰκοφθόρος: Difference between revisions
τραχὺς ἐντεῦθεν μελάμπυγός τε τοῖς ἐχθροῖς ἅπασιν → he is a tough black-arse towards his enemies, he is a veritable Heracles towards his enemies
m (Text replacement - "(?s)({{elru\n\|elrutext.*}}\n)({{.*}}\n)({{pape.*}})" to "$3 $1$2") |
mNo edit summary |
||
Line 30: | Line 30: | ||
{{mantoulidis | {{mantoulidis | ||
|mantxt=(=[[ἄσωτος]]). Ἀπό τό [[οἶκος]] + [[φθείρω]], ὅπου δές γιά ἄλλα παράγωγα [[καθώς]] καί στή λέξη [[οἶκος]]. | |mantxt=(=[[ἄσωτος]]). Ἀπό τό [[οἶκος]] + [[φθείρω]], ὅπου δές γιά ἄλλα παράγωγα [[καθώς]] καί στή λέξη [[οἶκος]]. | ||
}} | |||
{{trml | |||
|trtx====[[seducer]]=== | |||
Bulgarian: прелъстител; Czech: svůdce; French: [[séducteur]], [[séductrice]]; German: [[Verführer]]; Greek: [[γόης]], [[γυναικοκατακτητής]]; Ancient Greek: [[ἀπατεών]], [[διαφθορεύς]], [[ἠπεροπεύς]], [[ἠπεροπευτής]], [[μοιχικός]], [[μοιχός]], [[οἰκοφθόρος]], [[παραινέτης γυναικῶν]], [[παρθενοπίπης]], [[ὑπονοθευτής]], [[ὑποφθορεύς]], [[φθορεύς]]; Gothic: 𐌰𐌹𐍂𐌶𐌾𐌰𐌽𐌳𐍃; Latin: [[seductor]], [[seductrix]], [[corruptor]], [[corruptrix]]; Macedonian: заводник; Norman: dêbaûcheux; Plautdietsch: Vefiera; Polish: uwodziciel; Portuguese: [[sedutor]]; Russian: [[соблазнитель]], [[искуситель]]; Tagalog: malamuyot | |||
}} | }} |
Revision as of 16:15, 10 May 2023
English (LSJ)
ὁ, A one who ruins a house, a prodigal, synonym: φθορόοικος E. Fr.1055, Pl.Lg.689d, Ph.1.311. II seducer, adulterer, PGrenf. 1.53.19 (-φθερ-, iv A.D.), Suid. s.v. Ἱλάριος.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
1 qui ruine une maison, prodigue;
2 coupable d'adultère.
Étymologie: οἶκος, φθείρω.
German (Pape)
das Haus vernichtend; ἀνήρ, Eur. frg., von Hesych. μοιχός erkl.; das Vermögen vergeudend, Plat. Legg. III.689d; einzeln bei Sp.
Russian (Dvoretsky)
οἰκοφθόρος: ὁ разоритель, расточитель Plat.
Greek (Liddell-Scott)
οἰκοφθόρος: ὁ, ὁ φθείρων, καταστρέφων οἶκον, ἄσωτος, Εὐρ. Ἀποσπ. 1041, Πλάτ. Νόμ. 689D, Διον. Ἁλ. 1. 14· - ὁ ἐξαπατῶν γυναῖκα εἰς ἀσέλγειαν, μοιχός, Σουΐδ. ἐν λ. Ἱλάριος.
Greek Monotonic
οἰκοφθόρος: ὁ (φθείρω), αυτός που καταστρέφει ένα σπίτι, άσωτος, σε Πλάτ.
Middle Liddell
οἰκο-φθόρος, ὁ, φθείρω
one who ruins a house, a prodigal, Plat.
Mantoulidis Etymological
(=ἄσωτος). Ἀπό τό οἶκος + φθείρω, ὅπου δές γιά ἄλλα παράγωγα καθώς καί στή λέξη οἶκος.
Translations
seducer
Bulgarian: прелъстител; Czech: svůdce; French: séducteur, séductrice; German: Verführer; Greek: γόης, γυναικοκατακτητής; Ancient Greek: ἀπατεών, διαφθορεύς, ἠπεροπεύς, ἠπεροπευτής, μοιχικός, μοιχός, οἰκοφθόρος, παραινέτης γυναικῶν, παρθενοπίπης, ὑπονοθευτής, ὑποφθορεύς, φθορεύς; Gothic: 𐌰𐌹𐍂𐌶𐌾𐌰𐌽𐌳𐍃; Latin: seductor, seductrix, corruptor, corruptrix; Macedonian: заводник; Norman: dêbaûcheux; Plautdietsch: Vefiera; Polish: uwodziciel; Portuguese: sedutor; Russian: соблазнитель, искуситель; Tagalog: malamuyot