κοσκινόμαντις: Difference between revisions
ὅταν δὲ τἄμ' ἀθυμήσαντ' ἴδῃς, σύ μου τὸ δεινὸν καὶ διαφθαρὲν φρενῶν ἴσχναινε παραμυθοῦ θ' → whenever you see me despondent over my situation, do what you can to lessen and relieve what is wild and senseless in my thinking | whenever you see me despondent, you must cure the grim derangement of my mind and encourage me
m (Text replacement - "(?s)({{elru\n\|elrutext.*}}\n)({{.*}}\n)({{pape.*}})" to "$3 $1$2") |
|||
Line 20: | Line 20: | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''κοσκινόμαντις:''' ιδος ὁ и ἡ гадатель или гадательница, предсказывающие с помощью решета Theocr. | |elrutext='''κοσκινόμαντις:''' ιδος ὁ и ἡ [[гадатель или гадательница]], [[предсказывающие с помощью решета]] Theocr. | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls |
Revision as of 08:20, 11 May 2023
English (LSJ)
εως (also ιδος, Choerob. in Theod.1.200, al.), ὁ and ἡ, diviner by a sieve, Philippid. 37, Theoc.3.31, Artem.2.69.
French (Bailly abrégé)
ιδος (ὁ, ἡ)
devin ou sorcière qui prédit l'avenir au moyen d'un crible.
Étymologie: κόσκινον, μάντις.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κοσκινόμαντις -ιδος, ὁ en ἡ [κόσκινον, μάντις] zeeflezer, waarzegger (die zeef gebruikt).
German (Pape)
ιδος, ὁ (Choerobosc. bei B.A. 1193), der Siebwahrsager, der aus einem Siebe prophezeit; Phidippid. com. bei Poll. 7.188; Artemid. 2.69; – auch ἡ, die Siebwahrsagerin, Theocr. 3.31, Schol. ἡ διὰ κοσκίνου μαντευομένη; – Luc. Alex. 9 κοσκίνῳ τὸ τοῦ λόγου μαντεύεσθαι; vgl. Ael. H.A. 8.5.
Russian (Dvoretsky)
κοσκινόμαντις: ιδος ὁ и ἡ гадатель или гадательница, предсказывающие с помощью решета Theocr.
Greek (Liddell-Scott)
κοσκῐνόμαντις: -εως, (ὡσαύτως -ιδος, Α. Β. 1193), ὁ, καὶ ἡ, ὁ διὰ κοσκίνου μαντευόμενος, Φιλιππίδ. ἐν Ἀδήλ. 15, Θεόκρ. 3. 31, πρβλ. Λουκ. Ἀλέξ. 9, κτλ.
Greek Monolingual
κοσκινόμαντις, -άντεως ή -άντιδος, ὁ, ἡ (Α)
αυτός που μαντεύει με το κόσκινο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κόσκινον + μάντις (πρβλ. αστρόμαντις, χειρόμαντις)].
Greek Monotonic
κοσκῐνόμαντις: -εως, ὁ και ἡ, αυτός που μαντεύει μέσω του κόσκινου, σε Θεόκρ.
Middle Liddell
κοσκῐνό-μαντις, εως
a diviner by a sieve, Theocr. [from κόσκῐνον]