χρόμις: Difference between revisions

From LSJ

Ῥύπος γυνὴ πέφυκεν ἠργυρωμένος → Woman is silver-plated dirt → Argento sordes illitas puta mulierem → Mit Silber überzogner Schmutz ist eine Frau

Menander, Monostichoi, 469
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)( [ὁἡ]) ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z:\(])" to "$1 $2 $3")
Tags: Mobile edit Mobile web edit
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{elru
{{elru
|elrutext='''χρόμις:''' ιος ὁ хромий (род морской рыбы) Arst.
|elrutext='''χρόμις:''' ιος ὁ [[хромий]] (род морской рыбы) Arst.
}}
}}
{{ls
{{ls

Revision as of 08:57, 11 May 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: χρόμις Medium diacritics: χρόμις Low diacritics: χρόμις Capitals: ΧΡΟΜΙΣ
Transliteration A: chrómis Transliteration B: chromis Transliteration C: chromis Beta Code: xro/mis

English (LSJ)

ιος, ὁ (ἡ in Ael.NA9.7), a sea-fish like σκίαινα, perhaps Umbrina cirrhosa, Anan.5.1 (χρόμιος), Epich.58 (χρόμιος or -ίας codd.Ath.), Arist.HA534a9 (v.l. χρέμις), Numen. ap. Ath.7.295b; cf. χρέμυς.

German (Pape)

[Seite 1377] ὁ, ein Meerfisch, weil er einen knarrenden Laut von sich gegeben haben soll (vgl. die Vorigen und χρέμω); Numen. u. Archestr. bei Ath. VII, 328 a; Arist. H. A. 4, 8.

Russian (Dvoretsky)

χρόμις: ιος ὁ хромий (род морской рыбы) Arst.

Greek (Liddell-Scott)

χρόμις: -ιος, ὁ, εἶδος θαλασσίου ἰχθύος, ἴσως = χρέμψ, Ἀνάνιος 1, Ἐπίχαρμ. 29 Ahr., Ἀριστ. περὶ τὰ Ζ. Ἱστ. 4. 8, 18˙ ἀλλ’ ὑπάρχουσι πολλαὶ διάφ. γραφαί.

Greek Monolingual

-ιος, ο, ΝΑ, και τ. θηλ. χρόμις, ἡ, Α
νεοελλ.
παλαιότερη λόγια ονομασία γένους ακανθοπτερύγιων ιχθύων
αρχ.
το γνωστό σήμερα με την κοινή ονομασία ψάρι μυλοκόπι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ετεροιωμένη βαθμίδα χρομ της ρίζας του ρ. χρεμετίζω + κατάλ. -ις (πρβλ. ὄφ-ις)].