μυστιπόλος: Difference between revisions
Ἐς δὲ τὰ ἔσχατα νουσήματα αἱ ἔσχαται θεραπεῖαι ἐς ἀκριβείην, κράτισται → But for extreme illnesses, extreme remedies, applied with severe exactitude, are the best (Hippocrates, Aphorism 6)
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)( [ὁἡ]) ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z:\(])" to "$1 $2 $3") |
||
(One intermediate revision by the same user not shown) | |||
Line 4: | Line 4: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ος, ον :<br />qui concerne la célébration des mystères ; ὁ [[μυστιπόλος]] initié, prêtre.<br />'''Étymologie:''' [[μύστης]], [[πολέω]]. | |btext=ος, ον :<br />qui concerne la célébration des mystères ; ὁ [[μυστιπόλος]] initié, prêtre.<br />'''Étymologie:''' [[μύστης]], [[πολέω]]. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''μυστιπόλος:''' <b class="num">II</b> ὁ [[посвященный]] Anth.<br />относящийся к мистериям (ἤματα Anth.). | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
Line 13: | Line 16: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''μυστῐπόλος:''' -ον ([[μύστης]], [[πολέω]]), αυτός που δίνει [[επίσημο]] τόνο στα μυστήρια, που τελεί μυστηριακές τελετουργίες, σε Ανθ. | |lsmtext='''μυστῐπόλος:''' -ον ([[μύστης]], [[πολέω]]), αυτός που δίνει [[επίσημο]] τόνο στα μυστήρια, που τελεί μυστηριακές τελετουργίες, σε Ανθ. | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt=μυστῐ-[[πόλος]], ον [[μύστης]], [[πολέω]]<br />solemnising mysteries, performing [[mystic]] rites, Anth. | |mdlsjtxt=μυστῐ-[[πόλος]], ον [[μύστης]], [[πολέω]]<br />solemnising mysteries, performing [[mystic]] rites, Anth. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 09:01, 11 May 2023
German (Pape)
[Seite 223] Mvsterien feiernd, eine geheime Weihe begehend; Ep. ad. 190 (App. 239); μυστιπόλοις ἤμασι, Ep. ad. 191 (App. 164); a. sp. D., wie Man. 4, 229 u. Nonn.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui concerne la célébration des mystères ; ὁ μυστιπόλος initié, prêtre.
Étymologie: μύστης, πολέω.
Russian (Dvoretsky)
μυστιπόλος: II ὁ посвященный Anth.
относящийся к мистериям (ἤματα Anth.).
Greek (Liddell-Scott)
μυστῐπόλος: -ον, (μύστης, πολέω), ὁ τελῶν μυστηριώδεις τελετάς, Ἀνθ. Π. παρα. 239· ὁ χρησιμεύων εἰς μυστικὰς τελετάς, μ. ἤματα αὐτόθι 164· δᾷδες Ἑλλ. Ἐπιγρ. 822. 8· φόρμιγξ Χριστοδ. Ἔκφρ. 115· πρβλ. Λοβ. Φρύν. 666. 2) Ἐκκλησιαστ. μυστιπόλος, = ἱεράρχης, Στέφ. Διάκ. 1077C.
Greek Monolingual
μυστιπόλος, -ον (ΑΜ)
αυτός που τελεί μυστήρια ή μια μυστική τελετή
2. αυτός που χρησιμεύει στη διεξαγωγή μυστικών τελετών («μυστιπόλος φόρμιγξ»)
μσν.
εκκλ. ιεράρχης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μύστης + -πόλος (< πέλω / πέλομαι «περιφέρομαι»), πρβλ. ονειροπόλος. Η μορφή μυστι- με την οποία εμφανίζεται ο τ. μύστης προξενεί έκπληξη και θυμίζει ίσως τα σύνθ. του τύπου τερψίμβροτος (πρβλ. λ. μύστις)].
Greek Monotonic
μυστῐπόλος: -ον (μύστης, πολέω), αυτός που δίνει επίσημο τόνο στα μυστήρια, που τελεί μυστηριακές τελετουργίες, σε Ανθ.
Middle Liddell
μυστῐ-πόλος, ον μύστης, πολέω
solemnising mysteries, performing mystic rites, Anth.