περισσόλοφος: Difference between revisions
καὶ ἤδη γε ἄπειμι παρὰ τὸν ἑταῖρον Κλεινίαν, ὅτι πυνθάνομαι χρόνου ἤδη ἀκάθαρτον εἶναι αὐτῷ τὴν γυναῖκα καὶ ταύτην νοσεῖν, ὅτι μὴ ῥεῖ. ὥστε οὐκέτι οὐδ' ἀναβαίνει αὐτήν, ἀλλ' ἄβατος καὶ ἀνήροτός ἐστιν → and now I depart for my companion, Cleinias since I have learned that for some time now his wife is unclean and she is ill because she does not flow, therefore he no longer sleeps with her but she is unavailable and untilled
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3") Tags: Mobile edit Mobile web edit |
|||
Line 17: | Line 17: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-ον, Α<br />αυτός που έχει υπερβολικά μεγάλο [[λοφίο]] περικεφαλαίας («[[περισσόλοφος]] [[πήληξ]]», Οππ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[περισσός]] <span style="color: red;">+</span> [[λόφος]] ( | |mltxt=-ον, Α<br />αυτός που έχει υπερβολικά μεγάλο [[λοφίο]] περικεφαλαίας («[[περισσόλοφος]] [[πήληξ]]», Οππ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[περισσός]] <span style="color: red;">+</span> [[λόφος]] ([[πρβλ]]. [[χρυσόλοφος]])]. | ||
}} | }} |
Revision as of 15:52, 11 May 2023
English (LSJ)
ον, with an over-big crest, Opp.C.3.369.
German (Pape)
[Seite 592] mit einem übermäßig großen Federbusche, πήληξ, Opp. Cyn. 3, 369.
Greek (Liddell-Scott)
περισσόλοφος: -ον, ὁ ἔχων εἰς ὑπερβολὴν μέγαν λόφον, Ὀππ. Κ. 7. 369.
Greek Monolingual
-ον, Α
αυτός που έχει υπερβολικά μεγάλο λοφίο περικεφαλαίας («περισσόλοφος πήληξ», Οππ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < περισσός + λόφος (πρβλ. χρυσόλοφος)].