τετράστυλος: Difference between revisions

From LSJ

τοῖς πράγμασιν γὰρ οὐχὶ θυμοῦσθαι χρεών· μέλει γὰρ αὐτοῖς οὐδέν· ἀλλ' οὑντυγχάνων τὰ πράγματ' ὀρθῶς ἂν τιθῇ, πράξει καλῶς → It does no good to rage at circumstance; events will take their course with no regard for us. But he who makes the best of those events he lights upon will not fare ill.

Source
mNo edit summary
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\)" to "πρβλ. $2$4)")
Line 17: Line 17:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-η, -ο / [[τετράστυλος]], -ον, ΝΑ<br /><b>1.</b> (για [[οικοδόμημα]]) αυτός που έχει [[τέσσερεις]] στύλους στην [[πρόσοψη]]<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>το τετράστυλο</i>(<i>ν</i>)<br />[[κιονοστοιχία]] από [[τέσσερεις]] στύλους.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>τετρ</i>(<i>α</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[στῦλος]] (<b>πρβλ.</b> <i>πολύ</i>-<i>στυλος</i>)].
|mltxt=-η, -ο / [[τετράστυλος]], -ον, ΝΑ<br /><b>1.</b> (για [[οικοδόμημα]]) αυτός που έχει [[τέσσερεις]] στύλους στην [[πρόσοψη]]<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>το τετράστυλο</i>(<i>ν</i>)<br />[[κιονοστοιχία]] από [[τέσσερεις]] στύλους.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>τετρ</i>(<i>α</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[στῦλος]] ([[πρβλ]]. [[πολύστυλος]])].
}}
}}

Revision as of 16:30, 11 May 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τετράστῡλος Medium diacritics: τετράστυλος Low diacritics: τετράστυλος Capitals: ΤΕΤΡΑΣΤΥΛΟΣ
Transliteration A: tetrástylos Transliteration B: tetrastylos Transliteration C: tetrastylos Beta Code: tetra/stulos

English (LSJ)

ον, tetrastyle, with four pillars in front, στοαί Phoen.6.11; of a temple, Vitr.3.3.7:— τετρά-στῡλον, τό, colonnade, Jahresh.26 Beibl.51 (Ephesus, i A.D.), POxy.2138.14 (iii A.D.), CPHerm.127vFr.1 i8 (iii A.D.); dub. sens. in PFlor.335.2 (iii A.D.).

German (Pape)

[Seite 1099] viersäulig, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

τετράστῡλος: -ον, ὁ ἔχων τέσσαρας στύλους ἔμπροσθεν, ἐπὶ ναοῦ, Βιτρούβ. 3. 2., 6. 3.

Greek Monolingual

-η, -ο / τετράστυλος, -ον, ΝΑ
1. (για οικοδόμημα) αυτός που έχει τέσσερεις στύλους στην πρόσοψη
2. το ουδ. ως ουσ. το τετράστυλο(ν)
κιονοστοιχία από τέσσερεις στύλους.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τετρ(α)- + στῦλος (πρβλ. πολύστυλος)].