ταξεώτης: Difference between revisions

From LSJ

καὶ ἥ γε ἀνία τὸ ἐμποδίζον τοῦ ἰέναιsorrow is that which hinders motion

Source
mNo edit summary
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\)" to "πρβλ. $2$4)")
Tags: Mobile edit Mobile web edit
Line 17: Line 17:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=ο, ΜΑ, και [[ταξιώτης]] Α<br />[[μέλος]] αυτοκρατορικής φρουράς, [[ιδίως]] [[ακόλουθος]] ή [[αξιωματικός]] ηγεμόνα ή [[βοηθός]] δικαστή ή στρατηλάτη<br /><b>μσν.</b><br /><b>1.</b> [[υπαξιωματικός]] ή [[αξιωματικός]]<br /><b>2.</b> [[τακτικός]] [[στρατιώτης]] ή [[στρατιώτης]] που βρίσκεται σε [[εκστρατεία]]<br /><b>3.</b> αυτός που ανήκει σε μοναστικό [[τάγμα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[τάξις]], -<i>εως</i> <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ώτης</i> (<b>πρβλ.</b> <i>στρατι</i>-<i>ώτης</i>) απ' όπου το λατ. <i>taxe</i><i>ō</i><i>ta</i>, -<i>ae</i>].
|mltxt=ο, ΜΑ, και [[ταξιώτης]] Α<br />[[μέλος]] αυτοκρατορικής φρουράς, [[ιδίως]] [[ακόλουθος]] ή [[αξιωματικός]] ηγεμόνα ή [[βοηθός]] δικαστή ή στρατηλάτη<br /><b>μσν.</b><br /><b>1.</b> [[υπαξιωματικός]] ή [[αξιωματικός]]<br /><b>2.</b> [[τακτικός]] [[στρατιώτης]] ή [[στρατιώτης]] που βρίσκεται σε [[εκστρατεία]]<br /><b>3.</b> αυτός που ανήκει σε μοναστικό [[τάγμα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[τάξις]], -<i>εως</i> <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ώτης</i> ([[πρβλ]]. [[στρατιώτης]]) απ' όπου το λατ. <i>taxe</i><i>ō</i><i>ta</i>, -<i>ae</i>].
}}
}}

Revision as of 16:33, 11 May 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ταξεώτης Medium diacritics: ταξεώτης Low diacritics: ταξεώτης Capitals: ΤΑΞΕΩΤΗΣ
Transliteration A: taxeṓtēs Transliteration B: taxeōtēs Transliteration C: takseotis Beta Code: tacew/ths

English (LSJ)

ου, ὁ, officer of a magistrate, sergeant, commissary, etc., member of the militia palatina, Cod.Just.1.3.53, PMasp.31.13 (vi A.D.), PSI8.939 (vi A.D.); written ταξιώτης, An.Ox.2.307, Gloss.: hence Adj. ταξιωτικός, ταξεωτικός, ή, όν, ῥαβδοῦχος Cod.Just.1.3.53, Eust.104.24.

German (Pape)

[Seite 1068] ὁ, ein Diener der Obrigkeit, Gerichtsdiener, Scherge, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

ταξεώτης: -ου, ὁ, ἀκόλουθος ἢ βοηθὸς ἄρχοντος ἢ δικαστοῦ ἢ στρατηλάτου, Παλλαδ. Λαυσ. 1164, Νεῖλος 921, κλπ, Κῶδ. Ἰουστινιαν. 1. 3, 53, 12 8, 19, κλπ. · ἐπίθετ. ταξεωτικός, ή, όν, Εὐστ., πρβλ. ταξιώτης.

Greek Monolingual

ο, ΜΑ, και ταξιώτης Α
μέλος αυτοκρατορικής φρουράς, ιδίως ακόλουθος ή αξιωματικός ηγεμόνα ή βοηθός δικαστή ή στρατηλάτη
μσν.
1. υπαξιωματικός ή αξιωματικός
2. τακτικός στρατιώτης ή στρατιώτης που βρίσκεται σε εκστρατεία
3. αυτός που ανήκει σε μοναστικό τάγμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τάξις, -εως + κατάλ. -ώτης (πρβλ. στρατιώτης) απ' όπου το λατ. taxeōta, -ae].