κακοσύνη: Difference between revisions

From LSJ

Ὁ δὲ μὴ δυνάμενος κοινωνεῖν ἢ μηδὲν δεόμενος δι' αὐτάρκειαν οὐθὲν μέρος πόλεως, ὥστε θηρίον θεός → Whoever is incapable of associating, or has no need to because of self-sufficiency, is no part of a state; so he is either a beast or a god

Aristotle, Politics, 1253a25
(18)
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)\[\[πρβλ\]\]\. (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\)" to "πρβλ. $2$4)")
 
(One intermediate revision by the same user not shown)
Line 3: Line 3:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=η (Μ [[κακοσύνη]])<br /><b>μτφ.</b> η [[μεταβολή]] των καιρικών συνθηκών [[προς]] το χειρότερο, [[κακοκαιρία]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[κακία]], [[έχθρα]]<br /><b>2.</b> [[οργή]], [[θυμός]]<br /><b>μσν.</b><br /><b>1.</b> [[κακό]], κακή [[πράξη]]<br /><b>2.</b> σωματική [[κάκωση]], [[κακοποίηση]]<br /><b>3.</b> [[κακοτυχία]]<br /><b>4.</b> αντικανονική [[ενέργεια]], [[πράξη]] όχι σωστή.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κακός]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>σύνη</i> (<b>[[πρβλ]].</b> <i>καλο</i>-<i>σύνη</i>)].
|mltxt=η (Μ [[κακοσύνη]])<br /><b>μτφ.</b> η [[μεταβολή]] των καιρικών συνθηκών [[προς]] το χειρότερο, [[κακοκαιρία]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[κακία]], [[έχθρα]]<br /><b>2.</b> [[οργή]], [[θυμός]]<br /><b>μσν.</b><br /><b>1.</b> [[κακό]], κακή [[πράξη]]<br /><b>2.</b> σωματική [[κάκωση]], [[κακοποίηση]]<br /><b>3.</b> [[κακοτυχία]]<br /><b>4.</b> αντικανονική [[ενέργεια]], [[πράξη]] όχι σωστή.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κακός]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>σύνη</i> ([[πρβλ]]. [[καλοσύνη]])].
}}
}}

Latest revision as of 06:54, 13 May 2023

German (Pape)

[Seite 1304] ἡ, das Uebel, Unglück, Sp.

Greek Monolingual

η (Μ κακοσύνη)
μτφ. η μεταβολή των καιρικών συνθηκών προς το χειρότερο, κακοκαιρία
νεοελλ.
1. κακία, έχθρα
2. οργή, θυμός
μσν.
1. κακό, κακή πράξη
2. σωματική κάκωση, κακοποίηση
3. κακοτυχία
4. αντικανονική ενέργεια, πράξη όχι σωστή.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κακός + κατάλ. -σύνη (πρβλ. καλοσύνη)].