ἆτος: Difference between revisions
τὸ τῶν γεωργῶν ὅσαι τε ἄλλαι τέχναι (Plato, Timaeus 17c10) → the class of farmers and other such crafts(men)
mNo edit summary |
mNo edit summary |
||
Line 23: | Line 23: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-ή, -ό<br />([[ατός]] μου, ατή μου, [[ατός]] σου, ατό του...) αυτός ο [[ίδιος]], [[μόνος]] του («[[ατός]] μου το [[θαμάζω]]», «ήρθε [[ατός]] του ο [[βασιλιάς]]», «ατή της εγκρεμίστηκε»).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Το [[ατός]] ανάγεται στην αυτοπαθή [[αντωνυμία]] | |mltxt=-ή, -ό<br />([[ατός]] μου, ατή μου, [[ατός]] σου, ατό του...) αυτός ο [[ίδιος]], [[μόνος]] του («[[ατός]] μου το [[θαμάζω]]», «ήρθε [[ατός]] του ο [[βασιλιάς]]», «ατή της εγκρεμίστηκε»).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Το [[ατός]] ανάγεται στην αυτοπαθή [[αντωνυμία]] εᾱτού [[αντί]] εᾱυτού. Η γεν. [[εαυτού]] [[καθώς]] και η δοτ. εαυτῴ [[επειδή]] προήλθαν από εού [[αυτού]] και εοί αυτῴ αντιστοίχως, είχαν το -α- μακρό, [[πράγμα]] που συνετέλεσε στην [[αποβολή]] του υποτακτικού φωνήεντος -υ- και στη [[δημιουργία]] των τ. εᾱτού και εᾱτώ. Στη [[συνέχεια]] έγινε και αιτ. εατόν [[αντί]] εαυτόν και αργότερα ατόν [[αντί]] εατόν, από την οποία προήλθε η ονομαστική [[ατός]]]. | ||
}} | }} | ||
{{lsm | {{lsm |
Revision as of 07:35, 26 May 2023
English (LSJ)
ον, contr. for ἄατος (insatiate).
Spanish (DGE)
v. 1 ἄατος.
German (Pape)
[Seite 388] zsgzgn aus ἄατος, unersättlich, πολέμοιο, μάχης, Il. 5, 388. 22, 218.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
insatiable de, gén..
Étymologie: contr. de ἄατος.
English (Autenrieth)
(for ἄ-ᾶτος, ἄω): insatiable.
Greek Monolingual
-ή, -ό
(ατός μου, ατή μου, ατός σου, ατό του...) αυτός ο ίδιος, μόνος του («ατός μου το θαμάζω», «ήρθε ατός του ο βασιλιάς», «ατή της εγκρεμίστηκε»).
[ΕΤΥΜΟΛ. Το ατός ανάγεται στην αυτοπαθή αντωνυμία εᾱτού αντί εᾱυτού. Η γεν. εαυτού καθώς και η δοτ. εαυτῴ επειδή προήλθαν από εού αυτού και εοί αυτῴ αντιστοίχως, είχαν το -α- μακρό, πράγμα που συνετέλεσε στην αποβολή του υποτακτικού φωνήεντος -υ- και στη δημιουργία των τ. εᾱτού και εᾱτώ. Στη συνέχεια έγινε και αιτ. εατόν αντί εαυτόν και αργότερα ατόν αντί εατόν, από την οποία προήλθε η ονομαστική ατός].
Greek Monotonic
ἆτος: -ον, συνηρ. αντί ἄατος.
Russian (Dvoretsky)
ἆτος: [стяж. к ἄατος не могущий насытиться (πολέμοιο, μάχης Hom.).
Frisk Etymological English
See also: ἄατος
Frisk Etymology German
ἆτος: {ãtos}
Etymology: aus ἄατος kontrahiert, s. d.
Page 1,180