τυμβοχόη: Difference between revisions

From LSJ

καὶ λέγων ὅτι Πεπλήρωται ὁ καιρὸς καὶ ἤγγικεν ἡ βασιλεία τοῦ θεοῦ· μετανοεῖτε καὶ πιστεύετε ἐν τῷ εὐαγγελίῳ → declaring “The time has been accomplished and the kingdom of God is near: start repenting and believing in the gospel!” (Μark 1:15)

Source
(4b)
m (LSJ1 replacement)
 
(12 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=tymvochoi
|Transliteration C=tymvochoi
|Beta Code=tumboxo/h
|Beta Code=tumboxo/h
|Definition=ἡ, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">the throwing up a cairn</b> or <b class="b2">barrow</b>, ibid. (nisi leg. <b class="b3">τυμβοχοῆσ'</b>, v. foreg.).</span>
|Definition=ἡ, the [[throw]]ing up a [[cairn]] or [[barrow]], ibid. ([[nisi legendum|nisi leg.]] <b class="b3">τυμβοχοῆσ'</b>, v. [[τυμβοχοέω]]).
}}
}}
{{ls
{{elnl
|lstext='''τυμβοχόη''': ([[οὐχί]] -χοή, Λοβέκ. εἰς Φρύν. 498), ἡ, τὸ τυμβοχοεῖν, ἐπισώρευσις χώματος ἐπὶ τάφου, [[οὐδέ]] τί μιν χρεὼ ἔσται τυμβοχόης, «χωστοῦ τάφου» (Σχόλ.), Ἰλ. Φ. 323· ἴδε Spitzn. ἐν τόπῳ.
|elnltext=τυμβοχόη -ης, ἡ [τυμβοχόος] [[bouw van een grafheuvel]].
}}
{{elru
|elrutext='''τυμβοχόη:''' [[насыпание могильного холма]], [[погребение]] Hom.
}}
}}
{{Autenrieth
{{Autenrieth
Line 22: Line 25:
|lsmtext='''τυμβοχόη:''' ἡ, [[συσσώρευση]] χώματος σε τάφο, σε Ομήρ. Ιλ.
|lsmtext='''τυμβοχόη:''' ἡ, [[συσσώρευση]] χώματος σε τάφο, σε Ομήρ. Ιλ.
}}
}}
{{elru
{{ls
|elrutext='''τυμβοχόη:''' ἡ насыпание могильного холма, погребение Hom.
|lstext='''τυμβοχόη''': ([[οὐχί]] -χοή, Λοβέκ. εἰς Φρύν. 498), ἡ, τὸ τυμβοχοεῖν, ἐπισώρευσις χώματος ἐπὶ τάφου, [[οὐδέ]] τί μιν χρεὼ ἔσται τυμβοχόης, «χωστοῦ τάφου» (Σχόλ.), Ἰλ. Φ. 323· ἴδε Spitzn. ἐν τόπῳ.
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[τυμβοχόη]], ἡ,<br />the throwing up a [[cairn]], Il. [from [[τυμβοχόος]]
}}
}}

Latest revision as of 08:02, 27 May 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τυμβοχόη Medium diacritics: τυμβοχόη Low diacritics: τυμβοχόη Capitals: ΤΥΜΒΟΧΟΗ
Transliteration A: tymbochóē Transliteration B: tymbochoē Transliteration C: tymvochoi Beta Code: tumboxo/h

English (LSJ)

ἡ, the throwing up a cairn or barrow, ibid. (nisi leg. τυμβοχοῆσ', v. τυμβοχοέω).

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

τυμβοχόη -ης, ἡ [τυμβοχόος] bouw van een grafheuvel.

Russian (Dvoretsky)

τυμβοχόη:насыпание могильного холма, погребение Hom.

English (Autenrieth)

see the foregoing.

Greek Monolingual

ἡ, Α τυμβοχοῶ
η ενέργεια και το αποτέλεσμα του τυμβοχοῶ, επισώρευση χώματος πάνω σε τάφο νεκρού.

Greek Monotonic

τυμβοχόη: ἡ, συσσώρευση χώματος σε τάφο, σε Ομήρ. Ιλ.

Greek (Liddell-Scott)

τυμβοχόη: (οὐχί -χοή, Λοβέκ. εἰς Φρύν. 498), ἡ, τὸ τυμβοχοεῖν, ἐπισώρευσις χώματος ἐπὶ τάφου, οὐδέ τί μιν χρεὼ ἔσται τυμβοχόης, «χωστοῦ τάφου» (Σχόλ.), Ἰλ. Φ. 323· ἴδε Spitzn. ἐν τόπῳ.

Middle Liddell

τυμβοχόη, ἡ,
the throwing up a cairn, Il. [from τυμβοχόος