αὐτοπρόσωπος: Difference between revisions

From LSJ

εἰς ἀναισχύντους θήκας ἐτράποντο → they resorted to disgraceful modes of burial, they lost all shame in the burial of the dead

Source
m (Text replacement - "<b class="num">(\d+)\)" to "<b class="num">$1")
Tags: Mobile edit Mobile web edit
m (LSJ1 replacement)
 
(2 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=aftoprosopos
|Transliteration C=aftoprosopos
|Beta Code=au)topro/swpos
|Beta Code=au)topro/swpos
|Definition=ον, [[in one's own person]], [[without a mask]], of an actor, Ath.10.452f, cf. Jul.Mis.367b; αὐ. φανῆναι Luc.Pr.Im.3; αὐ. [[ὁρᾶν]] τὸ [[κάλλος]] Id.Tim.27; λέγειν Id.JTr.29; [[speaking in one's own person]], Sch.Il.Oxy.1086.64, al.; συγγράμματα αὐ. [[in which the author speaks in his own person]], Ammon. in Cat.4.16; cf. [[αὐτοδιήγητος]]. Adv. [[αὐτοπροσώπως]], θεσπίσαι Ph.2.208; εἰσάγειν τοὺς κωμῳδουμένους Hermog.Stat. II ([[varia lectio|v.l.]] -πους); ὑποκρινόμενος Him.Ecl.2.21; ἀντεπιστεῖλαι CPR20 ii 5 (iii A. D.).
|Definition=αὐτοπρόσωπον, [[in one's own person]], [[without a mask]], of an actor, Ath.10.452f, cf. Jul.Mis.367b; αὐ. φανῆναι Luc.Pr.Im.3; αὐ. [[ὁρᾶν]] τὸ [[κάλλος]] Id.Tim.27; λέγειν Id.JTr.29; [[speaking in one's own person]], Sch.Il.Oxy.1086.64, al.; συγγράμματα αὐ. [[in which the author speaks in his own person]], Ammon. in Cat.4.16; cf. [[αὐτοδιήγητος]]. Adv. [[αὐτοπροσώπως]], θεσπίσαι Ph.2.208; εἰσάγειν τοὺς κωμῳδουμένους Hermog.Stat. II ([[varia lectio|v.l.]] -πους); ὑποκρινόμενος Him.Ecl.2.21; ἀντεπιστεῖλαι CPR20 ii 5 (iii A. D.).
}}
}}
{{DGE
{{DGE
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0400.png Seite 400]] ([[πρόσωπον]]), in eigener Person, ohne Maske, [[ὑποκριτής]] Ath. X, 452 f; [[κάλλος]] Luc. Tim. 27; λέγειν, in eigener Person sprechen, lup. trag. 29; <span class="ggns">Gegensatz</span> δι' ἐπιστολῆς Synes.; τὰ αὐτοπρόσωπα, sc. συγγράμματα, den διαλογικά u. ἐξωτερικά entgegengesetzt, wo der Verfasser in eigener Person lehrend auftritt, Sp.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0400.png Seite 400]] ([[πρόσωπον]]), in eigener Person, ohne Maske, [[ὑποκριτής]] Ath. X, 452 f; [[κάλλος]] Luc. Tim. 27; λέγειν, in eigener Person sprechen, lup. trag. 29; <span class="ggns">Gegensatz</span> δι' ἐπιστολῆς Synes.; τὰ αὐτοπρόσωπα, ''[[sc.]]'' συγγράμματα, den διαλογικά u. ἐξωτερικά entgegengesetzt, wo der Verfasser in eigener Person lehrend auftritt, Sp.
}}
}}
{{bailly
{{bailly
Line 20: Line 20:
}}
}}
{{elru
{{elru
|elrutext='''αὐτοπρόσωπος:'''<br /><b class="num">1</b> с собственным лицом, т. е. без маски (αὐ. [[φανείς]] Luc.): αὐτοπρόσωπον ὁρᾶν τι Luc. видеть что-л. в натуральном виде;<br /><b class="num">2</b> [[от себя лично]] (αὐτοπρόσωπον καὶ δι᾽ [[αὐτοῦ]] λέγειν Luc.).
|elrutext='''αὐτοπρόσωπος:'''<br /><b class="num">1</b> с собственным лицом, т. е. без маски (αὐ. [[φανείς]] Luc.): αὐτοπρόσωπον ὁρᾶν τι Luc. видеть что-л. в натуральном виде;<br /><b class="num">2</b> [[от себя лично]] (αὐτοπρόσωπον καὶ δι᾽ αὐτοῦ λέγειν Luc.).
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''αὐτοπρόσωπος''': -ον, ὁ [[ἄνευ]] προσωπείου, ἐπὶ ἠθοποιοῦ, Ἀθήν. 452F· αὐτ. φανῆναι Λουκ. ὑπερ. τ. εἰκ. 3· αὐτ. ὁρᾶν τὸ [[κάλλος]] ὁ αὐτ. Τίμ. 27: καὶ τὸν μὲν Δᾶμιν αὐτοπρόσωπον καὶ δι’ [[αὐτοῦ]] λέγειν, αὐτοπροσώπως, οὐχὶ δι’ ἄλλου, ὁ αὐτ. [[Ζεύς|Ζεὺς]] τραγ. 29· τὸ αὐτοπρόσωπον (ἐνν. [[σύγγραμμα]]), [[σύγγραμμα]] ἐν ᾡ αὐτὸς ὁ συγγραφεὺς ὁμιλεῖ κατ’ ἀντίθεσιν πρὸς τὰ διαλογικὰ συγγράμματα· πρβλ. [[αὐτοδιήγητος]]. - Ἐπίρρ., αὐτοπροσώπως λέγειν Κλήμ. Ἀλ. 543.
|lstext='''αὐτοπρόσωπος''': -ον, ὁ [[ἄνευ]] προσωπείου, ἐπὶ ἠθοποιοῦ, Ἀθήν. 452F· αὐτ. φανῆναι Λουκ. ὑπερ. τ. εἰκ. 3· αὐτ. ὁρᾶν τὸ [[κάλλος]] ὁ αὐτ. Τίμ. 27: καὶ τὸν μὲν Δᾶμιν αὐτοπρόσωπον καὶ δι’ αὐτοῦ λέγειν, αὐτοπροσώπως, οὐχὶ δι’ ἄλλου, ὁ αὐτ. [[Ζεύς|Ζεὺς]] τραγ. 29· τὸ αὐτοπρόσωπον (ἐνν. [[σύγγραμμα]]), [[σύγγραμμα]] ἐν ᾡ αὐτὸς ὁ συγγραφεὺς ὁμιλεῖ κατ’ ἀντίθεσιν πρὸς τὰ διαλογικὰ συγγράμματα· πρβλ. [[αὐτοδιήγητος]]. - Ἐπίρρ., αὐτοπροσώπως λέγειν Κλήμ. Ἀλ. 543.
}}
}}
{{grml
{{grml

Latest revision as of 09:09, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: αὐτοπρόσωπος Medium diacritics: αὐτοπρόσωπος Low diacritics: αυτοπρόσωπος Capitals: ΑΥΤΟΠΡΟΣΩΠΟΣ
Transliteration A: autoprósōpos Transliteration B: autoprosōpos Transliteration C: aftoprosopos Beta Code: au)topro/swpos

English (LSJ)

αὐτοπρόσωπον, in one's own person, without a mask, of an actor, Ath.10.452f, cf. Jul.Mis.367b; αὐ. φανῆναι Luc.Pr.Im.3; αὐ. ὁρᾶν τὸ κάλλος Id.Tim.27; λέγειν Id.JTr.29; speaking in one's own person, Sch.Il.Oxy.1086.64, al.; συγγράμματα αὐ. in which the author speaks in his own person, Ammon. in Cat.4.16; cf. αὐτοδιήγητος. Adv. αὐτοπροσώπως, θεσπίσαι Ph.2.208; εἰσάγειν τοὺς κωμῳδουμένους Hermog.Stat. II (v.l. -πους); ὑποκρινόμενος Him.Ecl.2.21; ἀντεπιστεῖλαι CPR20 ii 5 (iii A. D.).

Spanish (DGE)

-ον
I 1que no lleva máscara, que actúa a rostro descubierto de un actor, Ath.452f
de los personajes ridiculizados en la comedia con su propio rostro αὐτοπροσώπους εἰσάγων τις τοὺς κωμῳδουμένους si alguien presenta a los ridiculizados con sus rasgos personales Hermog.Stat.65, αὐ. φανείς mostrándose al descubierto Luc.Pr.Im.3, cf. Sch.Er.Il.2.802 (p.171), αὐ. ὁρῶν τὸ κάλλος contemplando la belleza sin máscara Luc.Tim.27, fig. αὐ. πόλεμος guerra abierta Memn.26.3.
2 que habla o escribe en su propio nombre λέγειν Luc.ITr.29, κατεδεηθεὶς ... αὐ. pidiendo en nombre propio, e.e. personalmente Synes.Ep.144
hecho en nombre propio o en persona συγγράματα escritos en que el autor habla en nombre propio Ammon.in Cat.4.16, ἔντευξις Eust.Op.321.69, κρίσις Tz.Ep.46.
II adv. αὐτοπροσώπως = en persona, en nombre propio, αὐτοπροσώπως θεσπίσαι Ph.2.208, ὁ τὰς παραινέσεις αὐτοπροσώπως δεχόμενος el que recibe las exhortaciones a título personal Ph.2.186, τὸν καρπὸν αὑτῶν ... ἔδωκε αὐτοπροσώπως Anon. en Rh.1.634, αὐτοπροσώπως ἐπαίνους ᾄδειν ἐμαυτοῦ Iul.Mis.367b, τὸ αὐ. αὐτῶν (τῶν ἀναγιγνωσκόντων) ἐπαφήσασθαι Synes.Ep.139, cf. 142, αὐ. ἐνηχήθην Epiph.Const.Haer.26.17, ἀντεπιστεῖλαι αὐτοπροσώπως Stud.Pal.20.54.12 (III a.C.), οὐκέτι ἐξ ὁμοιώσεως ἀλλ' αὐτοπροσώπως περὶ τοῦ διαβόλου νοεῖται τὰ εἰρημένα Olymp.Iob 41.26, cf. Ph.2.183, Eus.E.Th.3.1, Gr.Nyss.Eun.1.296, Ath.Al.Syn.26.6, Cyr.H.Catech.15.14.

German (Pape)

[Seite 400] (πρόσωπον), in eigener Person, ohne Maske, ὑποκριτής Ath. X, 452 f; κάλλος Luc. Tim. 27; λέγειν, in eigener Person sprechen, lup. trag. 29; Gegensatz δι' ἐπιστολῆς Synes.; τὰ αὐτοπρόσωπα, sc. συγγράμματα, den διαλογικά u. ἐξωτερικά entgegengesetzt, wo der Verfasser in eigener Person lehrend auftritt, Sp.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui se montre ou parle en face, càd sans masque en parl. d'un acteur.
Étymologie: αὐτός, πρόσωπον.

Russian (Dvoretsky)

αὐτοπρόσωπος:
1 с собственным лицом, т. е. без маски (αὐ. φανείς Luc.): αὐτοπρόσωπον ὁρᾶν τι Luc. видеть что-л. в натуральном виде;
2 от себя лично (αὐτοπρόσωπον καὶ δι᾽ αὐτοῦ λέγειν Luc.).

Greek (Liddell-Scott)

αὐτοπρόσωπος: -ον, ὁ ἄνευ προσωπείου, ἐπὶ ἠθοποιοῦ, Ἀθήν. 452F· αὐτ. φανῆναι Λουκ. ὑπερ. τ. εἰκ. 3· αὐτ. ὁρᾶν τὸ κάλλος ὁ αὐτ. Τίμ. 27: καὶ τὸν μὲν Δᾶμιν αὐτοπρόσωπον καὶ δι’ αὐτοῦ λέγειν, αὐτοπροσώπως, οὐχὶ δι’ ἄλλου, ὁ αὐτ. Ζεὺς τραγ. 29· τὸ αὐτοπρόσωπον (ἐνν. σύγγραμμα), σύγγραμμα ἐν ᾡ αὐτὸς ὁ συγγραφεὺς ὁμιλεῖ κατ’ ἀντίθεσιν πρὸς τὰ διαλογικὰ συγγράμματα· πρβλ. αὐτοδιήγητος. - Ἐπίρρ., αὐτοπροσώπως λέγειν Κλήμ. Ἀλ. 543.

Greek Monolingual

-η, -ο (AM αὐτοπρόσωπος, -ον)
αυτός που γίνεται με την παρουσία των ίδιων των προσώπων, όχι μέσω άλλου
αρχ.
(για ηθοποιούς) αυτός που εμφανίζεται στη σκηνή χωρίς προσωπείο.

Greek Monotonic

αὐτοπρόσωπος: ον (πρόσωπον), ο ίδιος, χωρίς προσωπείο, σε Λουκ.

Middle Liddell

πρόσωπον
in one's own person, without a mask, Luc.