θρυπτικός: Difference between revisions
Ῥᾴθυμος ἐὰν ᾖς, πλούσιος πένης ἔσῃ → Si dives es pigerque, mox iners eris → Dein Leichtsinn macht alsbald dich arm, seist du auch reich
m (LSJ1 replacement) |
|||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=thryptikos | |Transliteration C=thryptikos | ||
|Beta Code=qruptiko/s | |Beta Code=qruptiko/s | ||
|Definition= | |Definition=θρυπτική, θρυπτικόν,<br><span class="bld">A</span> [[able to break]] or [[able to crush]], λίθων Dsc.1.121, cf. Gal.8.409.<br><span class="bld">II</span> Pass., [[easily broken]]: metaph., [[delicate]], [[effeminate]], [[Xenophon|X.]]''[[Cyropaedia|Cyr.]]''8.8.15 (Comp.), ''Mem.''1.2.5; [[σώμα]]τα cj. in Max.Tyr.10.2; θ. τι [[προσφθέγγεσθαι]] D.C.51.12. Adv. [[θρυπτικῶς]] = [[softly]], [[limply]] Ael.''NA''2.11, Poll.6.185.<br><span class="bld">2</span> [[saucy]], πρὸς τοὺς ἐραστάς Ael.''VH''3.12. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Revision as of 09:09, 25 August 2023
English (LSJ)
θρυπτική, θρυπτικόν,
A able to break or able to crush, λίθων Dsc.1.121, cf. Gal.8.409.
II Pass., easily broken: metaph., delicate, effeminate, X.Cyr.8.8.15 (Comp.), Mem.1.2.5; σώματα cj. in Max.Tyr.10.2; θ. τι προσφθέγγεσθαι D.C.51.12. Adv. θρυπτικῶς = softly, limply Ael.NA2.11, Poll.6.185.
2 saucy, πρὸς τοὺς ἐραστάς Ael.VH3.12.
German (Pape)
[Seite 1220] zum Zerreiben geeignet, zerreibend, λίθων Galen. – Übertr., weiblich, üppig, weibisch; θρυπτικώτεροι πολὺ νῦν ἢ ἐπὶ Κύρου εἰσί Xen. Cyr. 8, 8, 15; Sp.; θρυπτικόν τι προσεφθέγγετο D. Cass. 51, 12; spröde, πρὸς τοὺς ἐραστάς Ael. V. H. 3, 12. – Adv. θρυπτικῶς, Ael. H. A. 2, 11; bei Poll. 6, 185 neben βλακικῶς, ἐκδεδιῃτημένως.
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
1 brisé, énervé, mou, efféminé;
2 dégoûté, qui fait le difficile.
Étymologie: θρύπτω.
Russian (Dvoretsky)
θρυπτικός: расслабленный, немощный, изнеженный Xen., Plut.
Greek (Liddell-Scott)
θρυπτικός: -ή, -όν, ἱκανὸς νὰ θραύσῃ ἢ συντρίψῃ, τινος Γαλην. ΙΙ. Παθ., εὔθραυστος· μεταφ., λεπτός, ἐκτεθηλυμμένος, Ξεν. Κύρ. 8. 8, 15, Ἀπομν. 1. 2, 5· θρυπτικόν τι προσφθέγγεσθαι Δίων Κ. 51. 12. - Ἐπίρρ. -κῶς, Αἰλ. π. Ζ. 2. 11. 2) σκληρός, τραχύς, αὐθάδης, πρὸς τοὺς ἐραστὰς ὁ αὐτ. ἐν Ποικ. Ἱστ. 3. 12.
Greek Monolingual
-ή, -ό (Α θρυπτικός, -ή, -όν) θρύπτω
1. ικανός στο να συντρίβει
2. εύθραυστος
αρχ.
(για ανθρώπους)
1. τρυφηλός, μαλθακός, φιλήδονος
2. σκληρός, αυθάδης.
επίρρ...
θρυπτικώς (Α θρυπτικῶς)
με τρόπο τρυφηλό, με μαλθακότητα.
Greek Monotonic
θρυπτικός: -ή, -όν, αυτός που σπάζει εύκολα, εύθραστος· μεταφ., λεπτός, κομψός, εκλεπτυσμένος, εκθηλυσμένος, σε Ξεν.
Middle Liddell
θρυπτικός, ή, όν
easily broken: metaph. delicate, effeminate, Xen. [from θρύπτω