διόπτης: Difference between revisions

From LSJ

ἀσκεῖν περὶ τὰ νοσήματα δύο, ὠφελεῖν ἢ μὴ βλάπτειν → strive, with regard to diseases, for two things — to do good, or to do no harm | as to diseases, make a habit of two things — to help, or at least, to do no harm

Source
(Bailly1_2)
m (LSJ1 replacement)
 
(13 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=dioptis
|Transliteration C=dioptis
|Beta Code=dio/pths
|Beta Code=dio/pths
|Definition=ου, ὁ, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">looker through</b>, <b class="b3">ὦ Ζεῦ διόπτα</b>! says Dicaeopolis in <span class="bibl">Ar.<span class="title">Ach.</span>435</span>, holding up a ragged garment to the light. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">II</span> = foreg. <span class="bibl">1</span>, <span class="bibl">E.<span class="title">Rh.</span>234</span> (lyr.). </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">III</span> = [[διόπτρα]] <span class="bibl">1</span>, Hsch.</span>
|Definition=διόπτου, ὁ, [[looker through]], ὦ Ζεῦ [[διόπτα]] ! says [[Dicaeopolis]] in Ar. ''Ach.'' 435, holding up a ragged garment to the light. = [[διοπτήρ]] ([[spy]], [[scout]], [[optiones]], [[tesserarii]]) 1, E. ''Rh.'' 234 (lyr.). = [[διόπτρα]] 1, [[Hesychius Lexicographus|Hsch.]]
}}
{{DGE
|dgtxt=-ου, ὁ <b class="num">I</b> [[espía]] c. gen. obj. στρατιᾶς ... διόπτας E.<i>Rh</i>.234.<br /><b class="num">II</b> <b class="num">1</b>[[el que mira a través]] cóm. de Zeus ὦ Ζεῦ διόπτα καὶ κατόπτα (habla Diceópolis sosteniendo un vestido hecho andrajos), Ar.<i>Ach</i>.435.<br /><b class="num">2</b> [[el que extiende su vista por todas partes]] de Dios, Doroth.<i>Vis</i>.14.
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0634.png Seite 634]] ὁ, dasselbe; στρατιᾶς Eur. Rhes. 234; καὶ [[ἐρευνητής]] D. Cass. 78, 14. Bei Ar. Ach. 435 von Zeus, der alles durchschaut, aus Eur.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0634.png Seite 634]] ὁ, dasselbe; στρατιᾶς Eur. Rhes. 234; καὶ [[ἐρευνητής]] D. Cass. 78, 14. Bei Ar. Ach. 435 von Zeus, der alles durchschaut, aus Eur.
}}
{{bailly
|btext=ου (ὁ) :<br /><b>1</b> qui veille sur toutes choses (ép. de Zeus);<br /><b>2</b> [[éclaireur]], [[espion]].<br />'''Étymologie:''' [[διόψομαι]], v. [[διοράω]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''διόπτης''': -ου, ὁ, ὁ διαβλέπων, ὁ τὰ πάντα διορῶν, ὦ Ζεῦ [[διόπτρα]] ! λέγει ὁ Δικαιόπολις, ἐν Ἀριστοφ. Ἀχ. 435, ἐγείρων [[ἱμάτιον]] κατεσχισμένον πρὸς τὸ φῶς. ΙΙ. = τῷ προηγ., Εὐρ. Ρήσ. 234.
|lstext='''διόπτης''': -ου, ὁ, ὁ διαβλέπων, ὁ τὰ πάντα διορῶν, ὦ Ζεῦ [[διόπτρα]] ! λέγει ὁ Δικαιόπολις, ἐν Ἀριστοφ. Ἀχ. 435, ἐγείρων [[ἱμάτιον]] κατεσχισμένον πρὸς τὸ φῶς. ΙΙ. = τῷ προηγ., Εὐρ. Ρήσ. 234.
}}
}}
{{bailly
{{grml
|btext=ου () :<br /><b>1</b> qui veille sur toutes choses (ép. de Zeus);<br /><b>2</b> éclaireur, espion.<br />'''Étymologie:''' [[διόψομαι]], v. [[διοράω]].
|mltxt=[[διόπτης]], ο (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που βλέπει τα [[πάντα]], [[παντεπόπτης]]<br /><b>2.</b> [[κατάσκοπος]]<br /><b>3.</b> η [[διόπτρα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>δι</i> (<i>α</i>)· <span style="color: red;">+</span> -<i>οπτης</i> <span style="color: red;"><</span> <b>(θ.)</b> <i>οπ</i>- ([[πρβλ]]. <i>όπωπα</i>)].
}}
{{lsm
|lsmtext='''διόπτης:''' -ου, ὁ ([[ὄψομαι]], μέλ. του [[ὁράω]])·<br /><b class="num">I.</b> αυτός που διαβλέπει τα πάντα, <i>ὦ Ζεῦ διόπτα!</i> λέει ο Δικαιόπολις, υψώνοντας ένα κουρελιασμένο [[κομμάτι]] υφάσματος προς το φως, σε Αριστοφ.<br /><b class="num">II.</b> = το προηγ., σε Ευρ.
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=δι-όπτης, ου, <i>n</i> [[ὄψομαι]], fut. of [[ὁράω]]<br /><b class="num">I.</b> a looker [[through]], ὦ Ζεῦ διόπτα! says Dicaeopolis, holding up a [[ragged]] [[garment]] to the [[light]], Ar.<br /><b class="num">II.</b> = [[διοπτήρ]]., Eur.
}}
}}

Latest revision as of 09:12, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: διόπτης Medium diacritics: διόπτης Low diacritics: διόπτης Capitals: ΔΙΟΠΤΗΣ
Transliteration A: dióptēs Transliteration B: dioptēs Transliteration C: dioptis Beta Code: dio/pths

English (LSJ)

διόπτου, ὁ, looker through, ὦ Ζεῦ διόπτα ! says Dicaeopolis in Ar. Ach. 435, holding up a ragged garment to the light. = διοπτήρ (spy, scout, optiones, tesserarii) 1, E. Rh. 234 (lyr.). = διόπτρα 1, Hsch.

Spanish (DGE)

-ου, ὁ I espía c. gen. obj. στρατιᾶς ... διόπτας E.Rh.234.
II 1el que mira a través cóm. de Zeus ὦ Ζεῦ διόπτα καὶ κατόπτα (habla Diceópolis sosteniendo un vestido hecho andrajos), Ar.Ach.435.
2 el que extiende su vista por todas partes de Dios, Doroth.Vis.14.

German (Pape)

[Seite 634] ὁ, dasselbe; στρατιᾶς Eur. Rhes. 234; καὶ ἐρευνητής D. Cass. 78, 14. Bei Ar. Ach. 435 von Zeus, der alles durchschaut, aus Eur.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
1 qui veille sur toutes choses (ép. de Zeus);
2 éclaireur, espion.
Étymologie: διόψομαι, v. διοράω.

Greek (Liddell-Scott)

διόπτης: -ου, ὁ, ὁ διαβλέπων, ὁ τὰ πάντα διορῶν, ὦ Ζεῦ διόπτρα ! λέγει ὁ Δικαιόπολις, ἐν Ἀριστοφ. Ἀχ. 435, ἐγείρων ἱμάτιον κατεσχισμένον πρὸς τὸ φῶς. ΙΙ. = τῷ προηγ., Εὐρ. Ρήσ. 234.

Greek Monolingual

διόπτης, ο (Α)
1. αυτός που βλέπει τα πάντα, παντεπόπτης
2. κατάσκοπος
3. η διόπτρα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < δι (α+ -οπτης < (θ.) οπ- (πρβλ. όπωπα)].

Greek Monotonic

διόπτης: -ου, ὁ (ὄψομαι, μέλ. του ὁράω
I. αυτός που διαβλέπει τα πάντα, ὦ Ζεῦ διόπτα! λέει ο Δικαιόπολις, υψώνοντας ένα κουρελιασμένο κομμάτι υφάσματος προς το φως, σε Αριστοφ.
II. = το προηγ., σε Ευρ.

Middle Liddell

δι-όπτης, ου, n ὄψομαι, fut. of ὁράω
I. a looker through, ὦ Ζεῦ διόπτα! says Dicaeopolis, holding up a ragged garment to the light, Ar.
II. = διοπτήρ., Eur.