ἐπιτραπέζιος: Difference between revisions

From LSJ

Πάντα ταῦτα ἐπείρασα ἐν τῇ σοφίᾳ: εἶπα Σοφισθήσομαι, καὶ αὐτὴ ἐμακρύνθη ἀπ' ἐμοῦ· κτλ. (Εcclesiastes 7:23f., LXX version) → I tried to give proof in wisdom of all those things; I said, I will be wise, but that wisdom was far from me ...

Source
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)btext=(.*?:<br \/>)([\w\s'-]+)\.<br" to "btext=$1]$2.<br")
m (LSJ1 replacement)
 
(One intermediate revision by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=epitrapezios
|Transliteration C=epitrapezios
|Beta Code=e)pitrape/zios
|Beta Code=e)pitrape/zios
|Definition=ον, [[on table]] or [[at table]], ὕδωρ Luc. ''Herm.'' 68 ; λέξις Eust. 1561.58 ; [[seated on a table]], Ἡρακλῆς, of a [[statuette]], Stat. Silv. 4.6 tit. = [[ἐπιτραπεζίδιος]], Hsch. [[sub verbo|s.v.]] [[τραπεζῆες]].
|Definition=ἐπιτραπέζιον, [[on table]] or [[at table]], ὕδωρ Luc. ''Herm.'' 68 ; λέξις Eust. 1561.58 ; [[seated on a table]], Ἡρακλῆς, of a [[statuette]], Stat. Silv. 4.6 tit. = [[ἐπιτραπεζίδιος]], [[Hesychius Lexicographus|Hsch.]] [[sub verbo|s.v.]] [[τραπεζῆες]].
}}
}}
{{pape
{{pape
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{bailly
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />][[qui est sur la table]].<br />'''Étymologie:''' [[ἐπί]], [[τράπεζα]].
|btext=ος, ον :<br />[[qui est sur la table]].<br />'''Étymologie:''' [[ἐπί]], [[τράπεζα]].
}}
}}
{{elru
{{elru

Latest revision as of 09:13, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐπιτρᾰπέζιος Medium diacritics: ἐπιτραπέζιος Low diacritics: επιτραπέζιος Capitals: ΕΠΙΤΡΑΠΕΖΙΟΣ
Transliteration A: epitrapézios Transliteration B: epitrapezios Transliteration C: epitrapezios Beta Code: e)pitrape/zios

English (LSJ)

ἐπιτραπέζιον, on table or at table, ὕδωρ Luc. Herm. 68 ; λέξις Eust. 1561.58 ; seated on a table, Ἡρακλῆς, of a statuette, Stat. Silv. 4.6 tit. = ἐπιτραπεζίδιος, Hsch. s.v. τραπεζῆες.

German (Pape)

[Seite 995] auf dem Tische, zum Tische gehörig, Theophr.; ὕδωρ, Luc. Hermot. 68 u. a. Sp.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui est sur la table.
Étymologie: ἐπί, τράπεζα.

Russian (Dvoretsky)

ἐπιτρᾰπέζιος: находящийся на столе (ὕδωρ Luc.).

Greek (Liddell-Scott)

ἐπιτραπέζιος: -ον, (τράπεζα) ὁ ἐπὶ τῆς τραπέζης, μᾶλλον δὲ τῷ ἐπιτραπεζίῳ ὕδατι ἐοικὼς ἔσῃ, ἐφ’ ὅ τι ἂν μέρος ἑλκύσῃ σέ τις ἄκρῳ τῷ δακτύλῳ ἀγόμενος, ἐπὶ ὕδατος κεχυμένου ἐπὶ τραπέζης, ὅπερ δύναταί τις διὰ τοῦ δακτύλου νὰ κάμῃ νὰ ῥυῇ πρὸς τοῦτο ἤ ἐκεῖνο τὸ μέρος, Λουκ. Ἑρμ. 68· ἐπιτραπέζια διηγήματα Βασίλ. τ. 1. σ. 69D, λέξις Εὐστ. Ὀδ. 1561, 58. ΙΙ. τῷ προηγ., Ἡσύχ. ἐν λ. τραπεζῆες.

Greek Monolingual

-α, -ο (AM ἐπιτραπέζιος, -ον)
αυτός που ανήκει στο τραπέζι ή τοποθετείται πάνω στο τραπέζι (α. «επιτραπέζια σκεύη, παιχνίδια» β. «ἐπιτραπέζιος λέξις τὸ παραθεῖναι», Ευστ.)
μσν.
το αρσ. ως ουσ.ἐπιτραπέζιος
ο τραπεζοκόμος
αρχ.
1. το ουδ. ως ουσ. τὸ ἐπιτραπέζιον
χειρόμακτρον, μαντήλι ή πετσέτα
2. ονομασία ενός μικρού ανδριάντα του Ηρακλή που είχε κατασκευάσει ο Λύσιππος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + τράπεζα.

Greek Monotonic

ἐπιτρᾰπέζιος: -ον (τράπεζα), πάνω στο τραπέζι ή κοντά σε αυτό, σε Λουκ.

Middle Liddell

ἐπι-τρᾰπέζιος, ον τράπεζα
on or at table, Luc.