ἐπιτραπέζιος: Difference between revisions

From LSJ

χρόνῳ μὲν ἀγρεῖ Πριάμου πόλιν ἅδε κέλευθος → in time this expedition will capture the city of Priam

Source
(c2)
m (LSJ1 replacement)
 
(21 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=epitrapezios
|Transliteration C=epitrapezios
|Beta Code=e)pitrape/zios
|Beta Code=e)pitrape/zios
|Definition=ον, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">on</b> or <b class="b2">at table</b>, ὕδωρ <span class="bibl">Luc.<span class="title">Herm.</span>68</span> ; λέξις <span class="bibl">Eust.1561.58</span> ; <b class="b2">seated on a table</b>, <b class="b3">Ἡρακλῆς</b>, of a statuette, Stat.<span class="title">Silv.</span>4.6 tit. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">II</span> = foreg., Hsch.s.v. [[τραπεζῆες]].</span>
|Definition=ἐπιτραπέζιον, [[on table]] or [[at table]], ὕδωρ Luc. ''Herm.'' 68 ; λέξις Eust. 1561.58 ; [[seated on a table]], Ἡρακλῆς, of a [[statuette]], Stat. Silv. 4.6 tit. = [[ἐπιτραπεζίδιος]], [[Hesychius Lexicographus|Hsch.]] [[sub verbo|s.v.]] [[τραπεζῆες]].
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0995.png Seite 995]] auf dem Tische, zum Tische gehörig, Theophr.; [[ὕδωρ]], Luc. Hermot. 68 u. a. Sp.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0995.png Seite 995]] auf dem Tische, zum Tische gehörig, Theophr.; [[ὕδωρ]], Luc. Hermot. 68 u. a. Sp.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />[[qui est sur la table]].<br />'''Étymologie:''' [[ἐπί]], [[τράπεζα]].
}}
{{elru
|elrutext='''ἐπιτρᾰπέζιος:''' [[находящийся на столе]] ([[ὕδωρ]] Luc.).
}}
{{ls
|lstext='''ἐπιτραπέζιος''': -ον, ([[τράπεζα]]) ὁ ἐπὶ τῆς τραπέζης, [[μᾶλλον]] δὲ τῷ ἐπιτραπεζίῳ ὕδατι ἐοικὼς ἔσῃ, ἐφ’ ὅ τι ἂν [[μέρος]] ἑλκύσῃ σέ τις ἄκρῳ τῷ δακτύλῳ ἀγόμενος, ἐπὶ ὕδατος κεχυμένου ἐπὶ τραπέζης, [[ὅπερ]] δύναταί τις διὰ τοῦ δακτύλου νὰ κάμῃ νὰ ῥυῇ πρὸς τοῦτο ἤ ἐκεῖνο τὸ [[μέρος]], Λουκ. Ἑρμ. 68· ἐπιτραπέζια διηγήματα Βασίλ. τ. 1. σ. 69D, [[λέξις]] Εὐστ. Ὀδ. 1561, 58. ΙΙ. τῷ προηγ., Ἡσύχ. ἐν λ. τραπεζῆες.
}}
{{grml
|mltxt=-α, -ο (AM [[ἐπιτραπέζιος]], -ον)<br />αυτός που ανήκει στο [[τραπέζι]] ή τοποθετείται [[πάνω]] στο [[τραπέζι]] (α. «επιτραπέζια σκεύη, παιχνίδια» β. «[[ἐπιτραπέζιος]] [[λέξις]] τὸ παραθεῖναι», <b>Ευστ.</b>)<br /><b>μσν.</b><br /><b>το αρσ. ως ουσ.</b> ὁ [[ἐπιτραπέζιος]]<br />ο [[τραπεζοκόμος]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ ἐπιτραπέζιον</i><br />[[χειρόμακτρον]], [[μαντήλι]] ή [[πετσέτα]]<br /><b>2.</b> [[ονομασία]] ενός μικρού ανδριάντα του Ηρακλή που είχε κατασκευάσει ο Λύσιππος.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>επί</i> <span style="color: red;">+</span> [[τράπεζα]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἐπιτρᾰπέζιος:''' -ον ([[τράπεζα]]), πάνω στο [[τραπέζι]] ή κοντά σε αυτό, σε Λουκ.
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=ἐπι-τρᾰπέζιος, ον [[τράπεζα]]<br />on or at [[table]], Luc.
}}
}}

Latest revision as of 09:13, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐπιτρᾰπέζιος Medium diacritics: ἐπιτραπέζιος Low diacritics: επιτραπέζιος Capitals: ΕΠΙΤΡΑΠΕΖΙΟΣ
Transliteration A: epitrapézios Transliteration B: epitrapezios Transliteration C: epitrapezios Beta Code: e)pitrape/zios

English (LSJ)

ἐπιτραπέζιον, on table or at table, ὕδωρ Luc. Herm. 68 ; λέξις Eust. 1561.58 ; seated on a table, Ἡρακλῆς, of a statuette, Stat. Silv. 4.6 tit. = ἐπιτραπεζίδιος, Hsch. s.v. τραπεζῆες.

German (Pape)

[Seite 995] auf dem Tische, zum Tische gehörig, Theophr.; ὕδωρ, Luc. Hermot. 68 u. a. Sp.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui est sur la table.
Étymologie: ἐπί, τράπεζα.

Russian (Dvoretsky)

ἐπιτρᾰπέζιος: находящийся на столе (ὕδωρ Luc.).

Greek (Liddell-Scott)

ἐπιτραπέζιος: -ον, (τράπεζα) ὁ ἐπὶ τῆς τραπέζης, μᾶλλον δὲ τῷ ἐπιτραπεζίῳ ὕδατι ἐοικὼς ἔσῃ, ἐφ’ ὅ τι ἂν μέρος ἑλκύσῃ σέ τις ἄκρῳ τῷ δακτύλῳ ἀγόμενος, ἐπὶ ὕδατος κεχυμένου ἐπὶ τραπέζης, ὅπερ δύναταί τις διὰ τοῦ δακτύλου νὰ κάμῃ νὰ ῥυῇ πρὸς τοῦτο ἤ ἐκεῖνο τὸ μέρος, Λουκ. Ἑρμ. 68· ἐπιτραπέζια διηγήματα Βασίλ. τ. 1. σ. 69D, λέξις Εὐστ. Ὀδ. 1561, 58. ΙΙ. τῷ προηγ., Ἡσύχ. ἐν λ. τραπεζῆες.

Greek Monolingual

-α, -ο (AM ἐπιτραπέζιος, -ον)
αυτός που ανήκει στο τραπέζι ή τοποθετείται πάνω στο τραπέζι (α. «επιτραπέζια σκεύη, παιχνίδια» β. «ἐπιτραπέζιος λέξις τὸ παραθεῖναι», Ευστ.)
μσν.
το αρσ. ως ουσ.ἐπιτραπέζιος
ο τραπεζοκόμος
αρχ.
1. το ουδ. ως ουσ. τὸ ἐπιτραπέζιον
χειρόμακτρον, μαντήλι ή πετσέτα
2. ονομασία ενός μικρού ανδριάντα του Ηρακλή που είχε κατασκευάσει ο Λύσιππος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + τράπεζα.

Greek Monotonic

ἐπιτρᾰπέζιος: -ον (τράπεζα), πάνω στο τραπέζι ή κοντά σε αυτό, σε Λουκ.

Middle Liddell

ἐπι-τρᾰπέζιος, ον τράπεζα
on or at table, Luc.