ὀλβοδότης: Difference between revisions

From LSJ

οὕτω τι βαθὺ καὶ μυστηριῶδες ἡ σιγὴ καὶ νηφάλιον, ἡ δὲ μέθη λάλον → silence is something profound and mysterious and sober, but drunkenness chatters

Source
(28)
m (LSJ1 replacement)
 
(14 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=olvodotis
|Transliteration C=olvodotis
|Beta Code=o)lbodo/ths
|Beta Code=o)lbodo/ths
|Definition=ου, Dor.ὀλβο-δότας, α, ὁ, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">giver of bliss</b> or <b class="b2">wealth</b>, <span class="bibl">E.<span class="title">Ba.</span>573</span> (lyr.), <b class="b2">Epic.Alex. Adesp</b>.<span class="bibl">9vi6</span> (<b class="b3">ὀλβιότα</b> Pap.), <span class="title">Epigr.Gr.</span>978.10 (Philae), <span class="title">IG</span>42(1).424,425 (Epid., iii A. D.), <span class="bibl">Orph.<span class="title">H.</span>68.8</span> :—fem. ὀλβο-δότις, ιδος, ib.<span class="bibl">27.9</span>.</span>
|Definition=ὀλβοδότου, Dor. [[ὀλβοδότας]], α, ὁ, [[giver of bliss]] or [[giver of wealth]], E.Ba.573 (lyr.), Epic.Alex. Adesp.9vi6 ([[ὀλβιότα]] Pap.), Epigr.Gr.978.10 (Philae), IG42(1).424,425 (Epid., iii A. D.), Orph.H.68.8 :—fem. [[ὀλβοδότις]], ιδος, ib.27.9.
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0318.png Seite 318]] ὁ, Geber des Glücks, τὸν τᾶς εὐδαιμονίας βροτοῖς ὀλβιοδόταν, Eur. Bacch. 573.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0318.png Seite 318]] ὁ, Geber des Glücks, τὸν τᾶς εὐδαιμονίας βροτοῖς ὀλβιοδόταν, Eur. Bacch. 573.
}}
{{bailly
|btext=ου;<br /><i>adj. m.</i><br />[[qui procure le bonheur]].<br />'''Étymologie:''' [[ὄλβος]], [[δίδωμι]].
}}
{{elru
|elrutext='''ὀλβοδότης:''' ου ὁ (дор. acc. ὀλβοδόταν) [[податель счастья]] Eur.
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ὀλβοδότης''': -ου, Δωρ. -δότας, α, ὁ, ὁ διδοὺς ὄλβον, ἀγαθὰ ἢ πλοῦτον, ὡς τὸ [[ὀλβιοδώτης]], Εὐρ. Βάκχ. 572, Συλλ. Ἐπιγρ. 4923, Ὀρφ.· ― θηλ. ὀλβοδότις, ιδος, Ὀρφ. Ὕμν. 26. 9.
|lstext='''ὀλβοδότης''': -ου, Δωρ. -δότας, α, ὁ, ὁ διδοὺς ὄλβον, ἀγαθὰ ἢ πλοῦτον, ὡς τὸ [[ὀλβιοδώτης]], Εὐρ. Βάκχ. 572, Συλλ. Ἐπιγρ. 4923, Ὀρφ.· ― θηλ. ὀλβοδότις, ιδος, Ὀρφ. Ὕμν. 26. 9.
}}
}}
{{bailly
{{grml
|btext=ου;<br /><i>adj. m.</i><br />qui procure le bonheur.<br />'''Étymologie:''' [[ὄλβος]], [[δίδωμι]].
|mltxt=[[ὀλβοδότης]] και δωρ. τ. ὀλβοδότας, ὁ, θηλ. [[ὀλβοδότις]] (Α)<br />αυτός που δίνει, που παρέχει πλούτο ή [[ευτυχία]] («τὸν εὐδαιμονίας βροτοῖς ὀλβοδόταν [[πατέρα]] τε», <b>Ευρ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ὄλβος]] «[[πλούτος]], [[ευδαιμονία]]» <span style="color: red;">+</span> -[[δότης]] (<span style="color: red;"><</span> [[δίδωμι]]), [[πρβλ]]. [[μισθοδότης]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ὀλβοδότης:''' -ου, Δωρ. -δότας, -α, ὁ, αυτός που προσφέρει [[ευδαιμονία]], [[αγαθά]] ή πλούτο, όπως το [[ὀλβιοδώτης]], σε Ευρ.
}}
}}
{{grml
{{mdlsj
|mltxt=[[ὀλβοδότης]] και δωρ. τ. ὀλβοδότας, , θηλ. [[ὀλβοδότις]] (Α)<br />αυτός που δίνει, που παρέχει πλούτο ή [[ευτυχία]] («τὸν εὐδαιμονίας βροτοῑς ὀλβοδόταν [[πατέρα]] τε», <b>Ευρ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ὄλβος]] «[[πλούτος]], [[ευδαιμονία]]» <span style="color: red;">+</span> -[[δότης]] (<span style="color: red;"><</span> [[δίδωμι]]), <b>πρβλ.</b> <i>μισθο</i>-[[δότης]].
|mdlsjtxt=ὀλβο-[[δότης]], ου,<br />[[giver]] of [[bliss]], of [[good]] or [[wealth]], like [[ὀλβιοδώτης]], Eur.
}}
}}

Latest revision as of 09:13, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὀλβοδότης Medium diacritics: ὀλβοδότης Low diacritics: ολβοδότης Capitals: ΟΛΒΟΔΟΤΗΣ
Transliteration A: olbodótēs Transliteration B: olbodotēs Transliteration C: olvodotis Beta Code: o)lbodo/ths

English (LSJ)

ὀλβοδότου, Dor. ὀλβοδότας, α, ὁ, giver of bliss or giver of wealth, E.Ba.573 (lyr.), Epic.Alex. Adesp.9vi6 (ὀλβιότα Pap.), Epigr.Gr.978.10 (Philae), IG42(1).424,425 (Epid., iii A. D.), Orph.H.68.8 :—fem. ὀλβοδότις, ιδος, ib.27.9.

German (Pape)

[Seite 318] ὁ, Geber des Glücks, τὸν τᾶς εὐδαιμονίας βροτοῖς ὀλβιοδόταν, Eur. Bacch. 573.

French (Bailly abrégé)

ου;
adj. m.
qui procure le bonheur.
Étymologie: ὄλβος, δίδωμι.

Russian (Dvoretsky)

ὀλβοδότης: ου ὁ (дор. acc. ὀλβοδόταν) податель счастья Eur.

Greek (Liddell-Scott)

ὀλβοδότης: -ου, Δωρ. -δότας, α, ὁ, ὁ διδοὺς ὄλβον, ἀγαθὰ ἢ πλοῦτον, ὡς τὸ ὀλβιοδώτης, Εὐρ. Βάκχ. 572, Συλλ. Ἐπιγρ. 4923, Ὀρφ.· ― θηλ. ὀλβοδότις, ιδος, Ὀρφ. Ὕμν. 26. 9.

Greek Monolingual

ὀλβοδότης και δωρ. τ. ὀλβοδότας, ὁ, θηλ. ὀλβοδότις (Α)
αυτός που δίνει, που παρέχει πλούτο ή ευτυχία («τὸν εὐδαιμονίας βροτοῖς ὀλβοδόταν πατέρα τε», Ευρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὄλβος «πλούτος, ευδαιμονία» + -δότης (< δίδωμι), πρβλ. μισθοδότης.

Greek Monotonic

ὀλβοδότης: -ου, Δωρ. -δότας, -α, ὁ, αυτός που προσφέρει ευδαιμονία, αγαθά ή πλούτο, όπως το ὀλβιοδώτης, σε Ευρ.

Middle Liddell

ὀλβο-δότης, ου,
giver of bliss, of good or wealth, like ὀλβιοδώτης, Eur.