ὀνειδιστήρ: Difference between revisions
Ψυχῆς μέγας χαλινὸς ἀνθρώποις ὁ νοῦς → Animi nam frenum magnum mens est hominibus → Der Menschenseele fester Zügel ist Vernunft
m (LSJ1 replacement) |
|||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=oneidistir | |Transliteration C=oneidistir | ||
|Beta Code=o)neidisth/r | |Beta Code=o)neidisth/r | ||
|Definition= | |Definition=ὀνειδιστῆρος, ὁ, = [[ὀνειδιστής]] ([[one who reproaches with]]), [[abusive]], λόγοι ὀ. E. ''HF'' 218. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Latest revision as of 09:20, 25 August 2023
English (LSJ)
ὀνειδιστῆρος, ὁ, = ὀνειδιστής (one who reproaches with), abusive, λόγοι ὀ. E. HF 218.
German (Pape)
[Seite 345] ῆρος, ὁ, = Folgdm; λόγους ὀνειδιστῆρας ἐνδατούμενος, Eur. Herc. F. 218; Maneth. 4, 235.
French (Bailly abrégé)
ῆρος;
adj. m.
injurieux, outrageant.
Étymologie: ὀνειδίζω.
Russian (Dvoretsky)
ὀνειδιστήρ: ῆρος adj. m порицающий, полный упреков (λόγοι Eur.).
Greek (Liddell-Scott)
ὀνειδιστήρ: ῆρος, ὁ, = τῷ ἑπομ., πλήρης ὀνείδους, μομφῆς, ὀν. λόγος Εὐρ. Ἡρ. Μαιν. 218.
Greek Monolingual
ὀνειδιστήρ, -ῆρος, ὁ (Α)
(ποιητ. τ.) ως επίθ. ονειδιστικός, υβριστικός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὀνειδίζω + επίθημα -τήρ (πρβλ. κομιστήρ)].
Greek Monotonic
ὀνειδιστήρ: -ῆρος, ὁ, = το επόμ., γεμάτος επίκριση, σε Ευρ.
Middle Liddell
ὀνειδιστήρ, ῆρος, ὁ, [from ὀνειδίζω = ὀνειδιστής
full of reproach, Eur.