τετράρριζος: Difference between revisions
From LSJ
m (LSJ1 replacement) |
|||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=tetrarrizos | |Transliteration C=tetrarrizos | ||
|Beta Code=tetra/rrizos | |Beta Code=tetra/rrizos | ||
|Definition= | |Definition=τετράρριζον, [[with four roots]], ὀδόντες Gal.2.753: -ρριζος = [[dentium dolor]], ''Glossaria''. | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls |
Latest revision as of 09:21, 25 August 2023
English (LSJ)
τετράρριζον, with four roots, ὀδόντες Gal.2.753: -ρριζος = dentium dolor, Glossaria.
Greek (Liddell-Scott)
τετράρριζος: -ον, ὁ ἔχων τέσσαρας ῥίζας, τετράρριζοι ὀδόντες Γαλην. τ. 4, σ. 16.
Greek Monolingual
-ον, Α
1. αυτός που έχει τέσσερεις ρίζες («τετράρριζοι ὀδόντες», Γαλ.)
2. το αρσ. ως ουσ. ὁ τετράρριζος
οδονταλγία, πονόδοντος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τετρ(α)- + -ρριζος (< ῥίζα), πρβλ. τρίρριζος].