πλεονοδάκτυλος: Difference between revisions

From LSJ
(33)
m (LSJ1 replacement)
 
(5 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=pleonodaktylos
|Transliteration C=pleonodaktylos
|Beta Code=pleonoda/ktulos
|Beta Code=pleonoda/ktulos
|Definition=ον, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">having more than the normal number of fingers</b>, Gal.19.454.</span>
|Definition=πλεονοδάκτυλον, [[having more than the normal number of fingers]], Gal.19.454.
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-ον, Α<br />αυτός που έχει δάχτυλα περισσότερα από τον κανονικό αριθμό.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[πλείων]] / [[πλέων]], <i>πλέονος</i> <span style="color: red;">+</span> -[[δάκτυλος]] (<span style="color: red;"><</span> [[δάκτυλος]]), <b>πρβλ.</b> <i>μονο</i>-[[δάκτυλος]].
|mltxt=-ον, Α<br />αυτός που έχει δάχτυλα περισσότερα από τον κανονικό αριθμό.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[πλείων]] / [[πλέων]], <i>πλέονος</i> <span style="color: red;">+</span> -[[δάκτυλος]] (<span style="color: red;"><</span> [[δάκτυλος]]), [[πρβλ]]. [[μονοδάκτυλος]].
}}
}}

Latest revision as of 09:24, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πλεονοδάκτῠλος Medium diacritics: πλεονοδάκτυλος Low diacritics: πλεονοδάκτυλος Capitals: ΠΛΕΟΝΟΔΑΚΤΥΛΟΣ
Transliteration A: pleonodáktylos Transliteration B: pleonodaktylos Transliteration C: pleonodaktylos Beta Code: pleonoda/ktulos

English (LSJ)

πλεονοδάκτυλον, having more than the normal number of fingers, Gal.19.454.

Greek Monolingual

-ον, Α
αυτός που έχει δάχτυλα περισσότερα από τον κανονικό αριθμό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πλείων / πλέων, πλέονος + -δάκτυλος (< δάκτυλος), πρβλ. μονοδάκτυλος.