φρύγιος: Difference between revisions
ὦ πολλῶν ἤδη λοπάδων τοὺς ἄμβωνας περιλείξας → you who have licked the labia of many vaginas (Eupolis fr. 52)
m (Text replacement - " esp. of " to " especially of ") |
m (LSJ1 replacement) |
||
(7 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 1: | Line 1: | ||
{{LSJ1 | {{LSJ1 | ||
|Full diacritics= | |Full diacritics=φρῡ́γιος | ||
|Medium diacritics=φρύγιος | |Medium diacritics=φρύγιος | ||
|Low diacritics=φρύγιος | |Low diacritics=φρύγιος | ||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=frygios | |Transliteration C=frygios | ||
|Beta Code=fru/gios | |Beta Code=fru/gios | ||
|Definition=α, ον, | |Definition=α, ον, [[dry]], [[Hesychius Lexicographus|Hsch.]] See also [[Φρύγιος]]. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
Line 17: | Line 17: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=<b>(I)</b><br />-ία, -ον, Α<br /><i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> [[ξηρός]], [[στεγνός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[φρύγω]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ιος</i> ( | |mltxt=<b>(I)</b><br />-ία, -ον, Α<br /><i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> [[ξηρός]], [[στεγνός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[φρύγω]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ιος</i> ([[πρβλ]]. [[πλάγιος]])].<br /><b>(II)</b><br />-α, -ο / [[φρύγιος]], -ία, -ον, ΝΜΑ [[Φρυγία]]<br />αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην Φρυγία ή στους Φρύγες<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>φρ.</b> «[[φρύγιος]] [[τρόπος]]»<br /><b>μουσ.</b> [[ένας]] από τους [[τρεις]] θεμελιώδεις τρόπους της αρχαίας μουσικής<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> τὸ [[φρύγιον]]<br />(ενν. [[ἔδαφος]]) το [[έδαφος]], η [[χώρα]] της Φρυγίας<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> α) «φρύγια μέλεα»<br /><b>μουσ.</b> ζωηρά μουσικά [[μέλη]] που παίζονταν με τη [[συνοδεία]] αυλού [[κατά]] τη [[λατρεία]] της Κυβέλης<br />β) «[[φρύγιος]] [[πῖλος]]» — ο [[φρυγικός]] [[πίλος]]<br />γ) «[[φρύγιος]] [[λίθος]]» — [[είδος]] στυπτικής ελαφρόπετρας, που χρησιμοποιούσαν οι βαφείς. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 09:30, 25 August 2023
English (LSJ)
α, ον, dry, Hsch. See also Φρύγιος.
German (Pape)
[Seite 1311] dürr, trocken, Hesych.
Greek (Liddell-Scott)
φρύγιος: [ῡ], -α, -ον, (φρύγω) «ξηρὸς» Ἡσύχ.
Greek Monolingual
(I)
-ία, -ον, Α
(κατά τον Ησύχ.) ξηρός, στεγνός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φρύγω + κατάλ. -ιος (πρβλ. πλάγιος)].
(II)
-α, -ο / φρύγιος, -ία, -ον, ΝΜΑ Φρυγία
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην Φρυγία ή στους Φρύγες
νεοελλ.
φρ. «φρύγιος τρόπος»
μουσ. ένας από τους τρεις θεμελιώδεις τρόπους της αρχαίας μουσικής
αρχ.
1. το ουδ. ως ουσ. τὸ φρύγιον
(ενν. ἔδαφος) το έδαφος, η χώρα της Φρυγίας
2. φρ. α) «φρύγια μέλεα»
μουσ. ζωηρά μουσικά μέλη που παίζονταν με τη συνοδεία αυλού κατά τη λατρεία της Κυβέλης
β) «φρύγιος πῖλος» — ο φρυγικός πίλος
γ) «φρύγιος λίθος» — είδος στυπτικής ελαφρόπετρας, που χρησιμοποιούσαν οι βαφείς.