κλαδί: Difference between revisions
ἐν γὰρ χερσὶ τέλος πολέμου, ἐπέων δ' ἐνὶ βουλῇ → War finds its end in arms, words find their end in debate (Iliad 16.630)
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})(\n{{elnl.*}})" to "$4$3$1$2") |
m (LSJ1 replacement) |
||
Line 14: | Line 14: | ||
}} | }} | ||
{{elnl | {{elnl | ||
|elnltext= | |elnltext=κλαδί dat. sing. heterocl., zie κλάδος. | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru |
Latest revision as of 09:34, 25 August 2023
English (LSJ)
metapl.dat.of κλάδος:—but κλᾱδί, Aeol., Dor.dat.of κλείς.
German (Pape)
[Seite 1445] metaplastischer dat. zu κλάδος, w. m. s.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κλαδί dat. sing. heterocl., zie κλάδος.
Russian (Dvoretsky)
κλᾱδί: Arph. dat. sing. к κλάδος.
Greek (Liddell-Scott)
κλᾰδί: κατὰ μεταπλ. δοτ. τοῦ κλάδος· ― ἀλλὰ κλ℁δί, Δωρ. δοτ. τοῦ κλείς.
Greek Monolingual
το
(AM κλαδίον, Μ και κλαδίν, Α και κλάδιον)
νεοελλ.
φρ. «δεν τον αφήνει σε χλωρό κλαδί» — τον καταδιώκει συνεχώς ή δεν τον αφήνει ήσυχο ούτε λεπτό
νεοελλ.-μσν.
1. κλάδος φυτού, βλαστός δέντρου ή θάμνου που εκφύεται από τον κορμό, κλώνος, κλωνάρι, κλαρί
μσν.
δασώδης ή θαμνώδης τόπος
μσν.-αρχ.
(υποκορ. του κλάδος) μικρός κλάδος, κλαδάκι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κλαδίν, μσν. τ. του αρχ. κλαδίον, υποκορ. του κλάδος (Ι).
ΠΑΡ. νεοελλ. κλάδα, κλαδάκι, κλαδερός, κλαδώνω.
ΣΥΝΘ. (Α' συνθετικό) νεοελλ. κλαδολογώ. (Β συνθετικό) νεοελλ. αγιόκλαδο, ακρόκλαδο, ανθόκλαδο, απόκλαδο, βαγιόκλαδο, κοντόκλαδο, λειανόκλαδο, λιόκλαδο, ματόκλαδο, ξερόκλαδο, ξώκλαδο, χαμόκλαδο, χλωρόκλαδο].
Greek Monotonic
κλᾰδί:I. μεταπλ. δοτ. του κλάδος· αλλά,
II. κλᾱδί, Δωρ. δοτ. του κλείς.