συντεταγμένως: Difference between revisions
Δύο γὰρ, ἐπιστήμη τε καὶ δόξα, ὧν τὸ μὲν ἐπίστασθαι ποιέει, τὸ δὲ ἀγνοεῖν → Two different things are science and belief: the one brings knowledge, the other ignorance (Hippocrates)
(11) |
m (LSJ1 replacement) |
||
(17 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=syntetagmenos | |Transliteration C=syntetagmenos | ||
|Beta Code=suntetagme/nws | |Beta Code=suntetagme/nws | ||
|Definition=Adv., (συντάσσω) <span | |Definition=Adv., ([[συντάσσω]]) [[in set terms]]: [[συντεταμένως]]. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=<i>adv.</i><br />[[en ordre]], [[d'une manière convenue]].<br />'''Étymologie:''' de συντεταγμένος part. pf. Pass. de [[συντάσσω]]. | |||
}} | |||
{{pape | |||
|ptext=adv. part. perf. pass. von [[συντάσσω]], <i>[[ordentlich]], [[gesetzt]], [[vertragsmäßig]], [[verabredetermaßen]]</i>, Plat. <i>Apol</i>. 23e, [[varia lectio|v.l.]] [[συντεταμένως]]. | |||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''συντεταγμένως:''' [[согласованно]], [[единодушно]] (λέγειν περί τινος Plat.). | |||
}} | |||
{{ls | |||
|lstext='''συντεταγμένως''': Ἐπίρρ. μετοχ. παθ. πρκμ. τοῦ [[συντάσσω]], ἐν τάξει, συμπεφωνημένως κατὰ συμπεφωνημένου ὅρους, Μ. Φιλῆς τ. Β΄, σελ. 105, ἔκδ. Mil., Ἀγ. Ἐπιφαν. ἅπαντα τ. ΙΙ, σελ. 130, Λεόντιος ἐν Spicil. Rom. Mai. τ. Χ, σ. 28 τοῦ β΄ μέρους, ἴδε τὸ ἑπόμ. | |||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=ΜΑ<br /><b>επίρρ.</b> με συμφωνημένους όρους.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> μτχ. παθ. παρακμ. <i>συντεταγμένος</i> του [[συντάσσω]] <span style="color: red;">+</span> επιρρμ. κατάλ. -<i>ως</i>]. | |||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''συντεταγμένως:''' επίρρ. από μτχ. Παθ. παρακ. του [[συντάσσω]], με καθορισμένους, συμπεφωνημένους όρους, σε Πλάτ. | |||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=[adverb from [[part]]. perf. [[pass]]. of [[συντάσσω]]<br />in set terms, Plat. | |||
}} | }} |
Latest revision as of 09:34, 25 August 2023
English (LSJ)
Adv., (συντάσσω) in set terms: συντεταμένως.
French (Bailly abrégé)
adv.
en ordre, d'une manière convenue.
Étymologie: de συντεταγμένος part. pf. Pass. de συντάσσω.
German (Pape)
adv. part. perf. pass. von συντάσσω, ordentlich, gesetzt, vertragsmäßig, verabredetermaßen, Plat. Apol. 23e, v.l. συντεταμένως.
Russian (Dvoretsky)
συντεταγμένως: согласованно, единодушно (λέγειν περί τινος Plat.).
Greek (Liddell-Scott)
συντεταγμένως: Ἐπίρρ. μετοχ. παθ. πρκμ. τοῦ συντάσσω, ἐν τάξει, συμπεφωνημένως κατὰ συμπεφωνημένου ὅρους, Μ. Φιλῆς τ. Β΄, σελ. 105, ἔκδ. Mil., Ἀγ. Ἐπιφαν. ἅπαντα τ. ΙΙ, σελ. 130, Λεόντιος ἐν Spicil. Rom. Mai. τ. Χ, σ. 28 τοῦ β΄ μέρους, ἴδε τὸ ἑπόμ.
Greek Monolingual
ΜΑ
επίρρ. με συμφωνημένους όρους.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μτχ. παθ. παρακμ. συντεταγμένος του συντάσσω + επιρρμ. κατάλ. -ως].
Greek Monotonic
συντεταγμένως: επίρρ. από μτχ. Παθ. παρακ. του συντάσσω, με καθορισμένους, συμπεφωνημένους όρους, σε Πλάτ.
Middle Liddell
[adverb from part. perf. pass. of συντάσσω
in set terms, Plat.