ἡμίκλαστος: Difference between revisions
καὶ οἱ ἀμαθέστατοι τῶν ἰατρῶν τὸ αὐτὸ σοὶ ποιοῦσιν, ἐλεφαντίνους νάρθηκας καὶ σικύας ἀργυρᾶς ποιούμενοι καὶ σμίλας χρυσοκολλήτους: ὁπόταν δὲ καὶ χρήσασθαι τούτοις δέῃ, οἱ μὲν οὐδὲ ὅπως χρὴ μεταχειρίσασθαι αὐτὰ ἴσασιν → the most ignorant of doctors do the same as you, getting themselves ivory containers, silver cupping instruments, and gold-inlaid scalpels; but when it's time to use those things, they haven't the slightest notion of how to handle them
m (LSJ1 replacement) |
|||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=imiklastos | |Transliteration C=imiklastos | ||
|Beta Code=h(mi/klastos | |Beta Code=h(mi/klastos | ||
|Definition= | |Definition=ἡμίκλαστον, ([[κλάω]]) [[half-broken]], Plu.2.306b, 317d. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Latest revision as of 09:35, 25 August 2023
English (LSJ)
ἡμίκλαστον, (κλάω) half-broken, Plu.2.306b, 317d.
German (Pape)
[Seite 1168] halb zerbrochen, Plut. fort. Rom. 3.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
à demi brisé.
Étymologie: ἡμι-, κλάω².
Russian (Dvoretsky)
ἡμίκλαστος:
1 полуразбитый (λάφυρα Plut.);
2 наполовину сломанный, надломленный (δόρατα Plut.).
Greek (Liddell-Scott)
ἡμίκλαστος: -ον, (κλάω) κατὰ τὸ ἥμισυ τεθλασμένος, Πλούτ. 2. 306Α, 317C.
Greek Monolingual
-η, -ο (Α ἡμίκλαστος, -ον)
νεοελλ.
φρ. (για φύλλο χαρτιού) «αναφορά εις ημίκλαστον» — αναφορά γραμμένη σε φύλλο χαρτιού διπλωμένο στα δύο, τσακισμένο στη μέση
αρχ.
τεθλασμένος, τσακισμένος κατά το ήμισυ.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ημι- + -κλαστος (< κλω), πρβλ. άκλαστος].