κατεπάλμενος: Difference between revisions

From LSJ

κάμψαι διαύλου θάτερον κῶλον πάλινbend back along the second turn of the race, turning the bend and coming back for the second leg of the double run, run the homeward course, retrace one's steps

Source
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (LSJ1 replacement)
 
(One intermediate revision by the same user not shown)
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=v. [[κατεφάλλομαι]].
|btext=v. [[κατεφάλλομαι]].
}}
{{elnl
|elnltext=κατεπάλμενος ep. ptc. aor. van κατεφάλλομαι.
}}
{{elru
|elrutext='''κατεπάλμενος:''' эп. part. aor. 2 к [[κατεφάλλομαι]].
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 24: Line 30:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''κατεπάλμενος:''' βλ. κατ-[[εφάλλομαι]]· [[αλλά]] αντί [[κατέπαλτο]], βλ. [[καταπάλλω]].
|lsmtext='''κατεπάλμενος:''' βλ. κατ-[[εφάλλομαι]]· [[αλλά]] αντί [[κατέπαλτο]], βλ. [[καταπάλλω]].
}}
{{elru
|elrutext='''κατεπάλμενος:''' эп. part. aor. 2 к [[κατεφάλλομαι]].
}}
{{elnl
|elnltext=κατεπάλμενος ep. ptc. aor. van κατεφάλλομαι.
}}
}}

Latest revision as of 09:38, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κατεπάλμενος Medium diacritics: κατεπάλμενος Low diacritics: κατεπάλμενος Capitals: ΚΑΤΕΠΑΛΜΕΝΟΣ
Transliteration A: katepálmenos Transliteration B: katepalmenos Transliteration C: katepalmenos Beta Code: katepa/lmenos

English (LSJ)

κατέπ-αλτο, v. καταπάλλομαι, κατεφάλλομαι.

German (Pape)

[Seite 1396] part. aor. II. zu κατεφάλλομαι, Il. 11, 94.

French (Bailly abrégé)

v. κατεφάλλομαι.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κατεπάλμενος ep. ptc. aor. van κατεφάλλομαι.

Russian (Dvoretsky)

κατεπάλμενος: эп. part. aor. 2 к κατεφάλλομαι.

Greek (Liddell-Scott)

κατεπάλμενος: ἴδε κατεφάλλομαι·- ἀλλὰ κατέπαλτο, ἴδε ἐν λέξ. καταπάλλω.

English (Autenrieth)

see κατεφάλλομαι.

Greek Monotonic

κατεπάλμενος: βλ. κατ-εφάλλομαι· αλλά αντί κατέπαλτο, βλ. καταπάλλω.