προσκομιδή: Difference between revisions

From LSJ

Έγ', ὦ ταλαίπωρ', αὐτὸς ὧν χρείᾳ πάρει. Τὰ πολλὰ γάρ τοι ῥήματ' ἢ τέρψαντά τι, ἢ δυσχεράναντ', ἢ κατοικτίσαντά πως, παρέσχε φωνὴν τοῖς ἀφωνήτοις τινά –> Wretched brother, tell him what you need. A multitude of words can be pleasurable, burdensome, or they can arouse pity somehow — they give a kind of voice to the voiceless.

Sophocles, Oedipus at Colonus, 1280-4
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")
m (LSJ1 replacement)
 
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=proskomidi
|Transliteration C=proskomidi
|Beta Code=proskomidh/
|Beta Code=proskomidh/
|Definition=ἡ, [[oblation]], Hsch.
|Definition=ἡ, [[oblation]], [[Hesychius Lexicographus|Hsch.]]
}}
}}
{{pape
{{pape

Latest revision as of 09:39, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: προσκομῐδή Medium diacritics: προσκομιδή Low diacritics: προσκομιδή Capitals: ΠΡΟΣΚΟΜΙΔΗ
Transliteration A: proskomidḗ Transliteration B: proskomidē Transliteration C: proskomidi Beta Code: proskomidh/

English (LSJ)

ἡ, oblation, Hsch.

German (Pape)

[Seite 770] ἡ, das Zuführen, Zubringen, ἀναφορά, Hesych.

Greek (Liddell-Scott)

προσκομῐδή: ἡ, προσφορά, τὸν ἄρτον τῆς προσκομιδῆς, τῆς εὐχαριστίας, Παλλαδ. Λαυσ. 1250C. ― Καθ’ Ἡσύχ.: «προσκομιδή· ἀναφορά».

Greek Monolingual

η, ΝΜΑ προσκομίζω
1. η πράξη του προσκομίζω, η προσαγωγή
2. προσφορά
3. αυτό που προσκομίζεται
4. εκκλ. α) η μεταφορά τών τιμίων δώρων από την Πρόθεση στην Αγία Τράπεζα
β) (με ευρύτερη σημ.) η πρόθεση και η ιδιαίτερη ακολουθία, κατά την οποία, με συνοδεία ειδικών φράσεων από την Αγία Γραφή και ευχών, αποκόπτονται τα μέρη τών προσφορών που προορίζονται για τη θεία ευχαριστία και τοποθετούνται στο δισκάριο, χύνεται κρασί και νερό στο ποτήριο, καλύπτονται τα δώρα, γίνεται προσφορά θυμιάματος και ακολουθεί η ευχή της πρόθεσης
5. φρ. «ευχή της προσκομιδής» — η ευχή που ακολουθεί τη μεταφορά τών τιμίων δώρων και την απόθεση τους πάνω στην Αγία Τράπεζα
αρχ.
1. φροντίδα, πρόνοια
2. (κατά τον Ησύχ.) «ἀναφορά».