προσκομιδή
Δέσποινα γὰρ γέροντι νυμφίῳ γυνή → Mulier fit domina sponso, simulac senuerit → Die Frau beherrscht, sobald er alt, den Bräutigam
English (LSJ)
German (Pape)
[Seite 770] ἡ, das Zuführen, Zubringen, ἀναφορά, Hesych.
Greek (Liddell-Scott)
προσκομῐδή: ἡ, προσφορά, τὸν ἄρτον τῆς προσκομιδῆς, τῆς εὐχαριστίας, Παλλαδ. Λαυσ. 1250C. ― Καθ’ Ἡσύχ.: «προσκομιδή· ἀναφορά».
Greek Monolingual
η, ΝΜΑ προσκομίζω
1. η πράξη του προσκομίζω, η προσαγωγή
2. προσφορά
3. αυτό που προσκομίζεται
4. εκκλ. α) η μεταφορά τών τιμίων δώρων από την Πρόθεση στην Αγία Τράπεζα
β) (με ευρύτερη σημ.) η πρόθεση και η ιδιαίτερη ακολουθία, κατά την οποία, με συνοδεία ειδικών φράσεων από την Αγία Γραφή και ευχών, αποκόπτονται τα μέρη τών προσφορών που προορίζονται για τη θεία ευχαριστία και τοποθετούνται στο δισκάριο, χύνεται κρασί και νερό στο ποτήριο, καλύπτονται τα δώρα, γίνεται προσφορά θυμιάματος και ακολουθεί η ευχή της πρόθεσης
5. φρ. «ευχή της προσκομιδής» — η ευχή που ακολουθεί τη μεταφορά τών τιμίων δώρων και την απόθεση τους πάνω στην Αγία Τράπεζα
αρχ.
1. φροντίδα, πρόνοια
2. (κατά τον Ησύχ.) «ἀναφορά».