ἁδρόομαι: Difference between revisions
From LSJ
βωμὸν Ἀριστοτέλης ἱδρύσατο τόνδε Πλάτωνος, ἀνδρὸς ὃν οὐδ' αἰνεῖν τοῖσι κακοῖσι θέμις → Aristotle had this altar of Plato set up — Plato, a man whom the wicked dare not even mention in praise
(CSV import) |
m (LSJ1 replacement) |
||
(One intermediate revision by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=adroomai | |Transliteration C=adroomai | ||
|Beta Code=a(dro/omai | |Beta Code=a(dro/omai | ||
|Definition=Pass., (ἁδρός) [[grow stout]], Myro Hist.''1''. | |Definition=Pass., ([[ἁδρός]]) [[grow stout]], Myro Hist.''1''. | ||
}} | }} | ||
{{DGE | {{DGE | ||
Line 26: | Line 26: | ||
}} | }} | ||
{{mantoulidis | {{mantoulidis | ||
|mantxt=-οῦμαι (=[[ὡριμάζω]], [[γίνομαι]] [[δυνατός]]). Ἀπό τό [[ἁδρός]] ἀπό ὅπου καί τό οὐσ. ἁδροτήςῆτος (=ὡριμότητα), [[ἁδρέω]] (=[[ὡριμάζω]]). | |mantxt=-οῦμαι (=[[ὡριμάζω]], [[γίνομαι]] [[δυνατός]]). Ἀπό τό [[ἁδρός]] ἀπό ὅπου καί τό οὐσ. ἁδροτήςῆτος (=[[ὡριμότητα]]), [[ἁδρέω]] (=[[ὡριμάζω]]). | ||
}} | }} |
Latest revision as of 09:40, 25 August 2023
English (LSJ)
Pass., (ἁδρός) grow stout, Myro Hist.1.
Spanish (DGE)
desarrollarse vigorosamente Myro 2.
• Etimología: Cf. ἁδρός.
Russian (Dvoretsky)
ἁδρόομαι: созревать, крепнуть (βλαστάνειν καὶ ἁ. Plat.).
Greek (Liddell-Scott)
ἁδρόομαι: παθ. (ἁδρὸς) = ὡριμάζω, γίνομαι ἰσχυρός, Πλάτ. Πολ. 498Β· -εἶμαι εὔρωστος Μύρων παρ’ Ἀθην. 657D.
Greek Monotonic
ἁδρόομαι: Παθ. (ἁδρός), γίνομαι ώριμος, ισχυρός, σε Πλάτ.
Middle Liddell
ἁδρός
to come to one's strength, Plat.
Mantoulidis Etymological
-οῦμαι (=ὡριμάζω, γίνομαι δυνατός). Ἀπό τό ἁδρός ἀπό ὅπου καί τό οὐσ. ἁδροτήςῆτος (=ὡριμότητα), ἁδρέω (=ὡριμάζω).