στραγγαλισμός: Difference between revisions

From LSJ

Ῥύου δὲ σαυτὸν παντὸς ἐκ φαύλου τρόπου → Ex omni more malefico tete eruas → Bewahre dich vor jeder üblen Lebensart

Menander, Monostichoi, 473
(b)
m (LSJ1 replacement)
 
(5 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=straggalismos
|Transliteration C=straggalismos
|Beta Code=straggalismo/s
|Beta Code=straggalismo/s
|Definition=ὁ,= <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">strangulatus</b>, Gloss.</span>
|Definition=ὁ,= [[strangulatus]], ''Glossaria''.
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0950.png Seite 950]] ὁ, das Würgen, auch Drehen, Sp.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0950.png Seite 950]] ὁ, das Würgen, auch Drehen, Sp.
}}
{{grml
|mltxt=ο, ΝΜΑ [[στραγγαλίζω]]<br />η [[θανάτωση]] με [[περίσφιγξη]] του λαιμού του θύματος με τα χέρια, με [[σχοινί]] ή με [[άλλο]] τρόπο<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> <b>ιατρ.</b> [[περίσφιγξη]] του περιεχομένου ανατομικού πόρου<br /><b>2.</b> <b>ναυτ.</b> η [[σύσφιγξη]] σχοινιών με [[στραγγάλη]]<br /><b>3.</b> [[συγκράτηση]] χαλαρωμένης αλυσίδας άγκυρας με στραγγαλιστήρα<br /><b>4.</b> [[διαστρέβλωση]], [[παραποίηση]] («[[στραγγαλισμός]] της αλήθειας»)<br /><b>5.</b> [[καταπάτηση]], [[παραβίαση]] («[[στραγγαλισμός]] τών δικαιωμάτων»)<br /><b>6.</b> <b>φρ.</b> «[[εμβέλεια]] στραγγαλισμού»<br /><b>φυσ.</b> η [[ελαφρά]] [[διακύμανση]] που παρατηρείται [[συχνά]] στις τιμές εμβέλειας ηλεκτρικώς φορτισμένων σωματιδίων της ίδιας αρχικής ενέργειας, τα οποία κινούνται στο ίδιο [[μέσον]].
}}
}}

Latest revision as of 09:46, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: στραγγᾰλισμός Medium diacritics: στραγγαλισμός Low diacritics: στραγγαλισμός Capitals: ΣΤΡΑΓΓΑΛΙΣΜΟΣ
Transliteration A: strangalismós Transliteration B: strangalismos Transliteration C: straggalismos Beta Code: straggalismo/s

English (LSJ)

ὁ,= strangulatus, Glossaria.

German (Pape)

[Seite 950] ὁ, das Würgen, auch Drehen, Sp.

Greek Monolingual

ο, ΝΜΑ στραγγαλίζω
η θανάτωση με περίσφιγξη του λαιμού του θύματος με τα χέρια, με σχοινί ή με άλλο τρόπο
νεοελλ.
1. ιατρ. περίσφιγξη του περιεχομένου ανατομικού πόρου
2. ναυτ. η σύσφιγξη σχοινιών με στραγγάλη
3. συγκράτηση χαλαρωμένης αλυσίδας άγκυρας με στραγγαλιστήρα
4. διαστρέβλωση, παραποίησηστραγγαλισμός της αλήθειας»)
5. καταπάτηση, παραβίασηστραγγαλισμός τών δικαιωμάτων»)
6. φρ. «εμβέλεια στραγγαλισμού»
φυσ. η ελαφρά διακύμανση που παρατηρείται συχνά στις τιμές εμβέλειας ηλεκτρικώς φορτισμένων σωματιδίων της ίδιας αρχικής ενέργειας, τα οποία κινούνται στο ίδιο μέσον.