σταδία: Difference between revisions

From LSJ

ἑτέρως ἠδύνατο βέλτιον ἢ ὡς νῦν ἔχει κατεσκευάσθαι → otherwise they could have been constructed better than they are now (Galen, On the use of parts of the body 4.143.1 Kühn)

Source
(38)
m (LSJ1 replacement)
 
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=stadia
|Transliteration C=stadia
|Beta Code=stadi/a
|Beta Code=stadi/a
|Definition=<b class="b3">ἡ λυχνία</b>, Hsch.
|Definition=ἡ λυχνία, [[Hesychius Lexicographus|Hsch.]]
}}
}}
{{ls
{{ls

Latest revision as of 09:46, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σταδία Medium diacritics: σταδία Low diacritics: σταδία Capitals: ΣΤΑΔΙΑ
Transliteration A: stadía Transliteration B: stadia Transliteration C: stadia Beta Code: stadi/a

English (LSJ)

ἡ λυχνία, Hsch.

Greek (Liddell-Scott)

σταδία: ἡ, «ἡ λυχνία» Ἡσύχ.

Greek Monolingual

η, ΝΑ
νεοελλ.
1. (γεωδ.-τοπογρ.) κανόνας γνωστού μήκους ο οποίος, σε συνδυασμό με ένα σταδιόμετρο, χρησιμοποιείται για την έμμεση οπτική μέτρηση αποστάσεων κατά τις τοπογραφικές και γεωδαιτικές εργασίες
2. φρ. α) «οριζόντια σταδία» — οριζόντια σταδία με ή χωρίς υποδιαιρέσεις και με σημειωμένα τα άκρα της, τα οποία έχουν μεταξύ τους μια ακριβώς προσδιορισμένη απόσταση
β) «κατακόρυφη σταδία» — μεγάλη σταδία με υποδιαιρέσεις η οποία τοποθετείται κατακόρυφα και αποτελεί τον στόχο κατά τη σκόπευση με κατάλληλο όργανο
αρχ.
(κατά τον Ησύχ.) «ἡ λυχνία».
[ΕΤΥΜΟΛ. < στάδιος «αλύγιστος, ορθωμένος». Το αρχ. ερμήνευμα της λ. οφείλεται πιθ. στην ορθή θέση της λυχνίας].