ἐποδύρομαι: Difference between revisions
From LSJ
μηδέν' ὀλβίζειν, πρὶν ἂν τέρμα τοῦ βίου περάσῃ μηδὲν ἀλγεινὸν παθών → Count no man blessed 'til he's passed the endpoint of his life without grievous suffering. (Sophocles, King Oedipus 1529f.)
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)btext=([\w\s]+)\.<br" to "btext=$1.<br") |
m (LSJ1 replacement) |
||
Line 23: | Line 23: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[ἐποδύρομαι]] (AM) [[οδύρομαι]]<br />[[θρηνώ]] για [[κάτι]] ή για κάποιον («μὴ εποδύρου μου, Μήτερ, καθορώσα εν τάφῳ») | |mltxt=[[ἐποδύρομαι]] (AM) [[οδύρομαι]]<br />[[θρηνώ]] για [[κάτι]] ή για κάποιον («μὴ εποδύρου μου, Μήτερ, καθορώσα εν τάφῳ»)· | ||
}} | }} | ||
{{lsm | {{lsm |
Revision as of 09:50, 25 August 2023
English (LSJ)
[ῡ], bewail, AP7.10.7.
German (Pape)
[Seite 1006] darüber wehklagen, beweinen, Poll. 6, 201; Ep. ad. 482 (VII, 10).
French (Bailly abrégé)
se lamenter sur.
Étymologie: ἐπί, ὀδύρομαι.
Russian (Dvoretsky)
ἐποδύρομαι: (ῡ) жаловаться, сокрушаться Anth.
Greek (Liddell-Scott)
ἐποδύρομαι: Ἀποθ., θρηνῶ ἐπί τινι, ἐπωδύραντο δὲ πέτραι Ἀνθ. Π. 7. 10.
Greek Monolingual
ἐποδύρομαι (AM) οδύρομαι
θρηνώ για κάτι ή για κάποιον («μὴ εποδύρου μου, Μήτερ, καθορώσα εν τάφῳ»)·
Greek Monotonic
ἐποδύρομαι: [ῡ], αποθ., θρηνολογώ για κάτι, σε Ανθ.