ἀφετήριος: Difference between revisions
Λόγος διοικεῖ τὸν βροτῶν βίον μόνος → Mortalium res sola regit oratio → Der Menschen Leben ordnet Redekunst allein
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b class="b3">(\w+)<\/b>" to "$1") |
m (LSJ1 replacement) |
||
(11 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=afetirios | |Transliteration C=afetirios | ||
|Beta Code=a)feth/rios | |Beta Code=a)feth/rios | ||
|Definition=α, ον, (ἀφίημι) < | |Definition=α, ον, ([[ἀφίημι]])<br><span class="bld">A</span> [[for letting go]], <b class="b3">ἀ. ὄργανα</b> engines [[for throwing stones]], etc., J.''BJ''3.5.2, cf. 5.6.3.<br><span class="bld">2</span> [[ἀφετηρία]] (''[[sc.]]'' [[γραμμή]]), ἡ, [[starting-point of a race]], ''CIG''2758iii''D''7 (Aphrodisias), Sch.[[Aristophanes|Ar.]]''[[The Knights|Eq.]]''1156: hence <b class="b3">ἀ. Διόσκουροι</b>, whose statues adorned the race-course, Paus.3.14.7; ἀ. ἕρμα ''AP''9.319 (Philox.): metaph., ἀφετήριον πρὸς μάθησιν S.E.''M.''1.41; ἀ. ἡ ῥητορική Phld.''Rh.''1.223S.<br><span class="bld">3</span> <b class="b3">ἀφετηρία· ἀρχή, ἡγεμονία</b>, [[Hesychius Lexicographus|Hsch.]]<br><span class="bld">4</span> [[ἀφετήριον]] (''[[sc.]]'' [[πλοίων]]), τό, [[outlet of a harbour]], Str.11.2.4.<br><span class="bld">5</span> [[gate]] of a sluice, ''PLond.''3.1177.291 (ii A.D.). | ||
}} | |||
{{DGE | |||
|dgtxt=-α, -ον<br /><b class="num">I</b> <b class="num">1</b>concr. [[disparador]], [[de lanzamiento]] ἀφετήριον ὄργανον catapulta</i> I.<i>BI</i> 3.80, cf. 211, 285, μηχαναί I.<i>BI</i> 3.166.<br /><b class="num">2</b> en las carreras [[propio de la salida]], [[de salida]] ἀφετήριοι Διόσκουροι estatuas de los Dioscuros situadas en la salida</i> Paus.3.14.7, ἕρμα <i>AP</i> 9.319 (Philox.).<br /><b class="num">II</b> subst. ἡ ἀ.<br /><b class="num">1</b> [[salida]] en las carreras <i>CIG</i> 2758 III D.7 (Afrodisias, imper.), Sch.Ar.<i>Eq</i>.1159.<br /><b class="num">2</b> [[cauce]], [[canal]], <i>PLond</i>.1177.291 (II d.C.), <i>POxy</i>.2146.6 (III d.C.), Hippol.<i>Haer</i>.5.21.10.<br /><b class="num">3</b> [[inicio]] del debate, Mac.Mgn.<i>Apocr</i>.3.23<br /><b class="num">•</b>ἀφετηρία· [[ἀρχή]], ἡγεμονία Hsch.<br /><b class="num">III</b> subst. τὸ ἀ. [[punto de partida]] pred. (Εὐφράτην) ἀφετήριον εἰς τὴν βασιλέως γῆν Charito 5.1.3<br /><b class="num">•</b>esp. [[punto de partida]] o [[base]] de expediciones navales [[ἄριστον]] δ' ἀφετήριον τοῦτο τὸ χωρίον ἐστὶν ἐπὶ τὰς ... νήσους Str.5.2.6, cf. 11.2.4<br /><b class="num">•</b>fig. [[punto de partida]], [[inicio]] τῶν τέχνων εἶναι ... ἀ. τὴν ῥητορικήν Phld.<i>Rh</i>.1.223, (γραμματική) οἷον ἀφετήριον πρὸς τὴν τῶν ἄλλων μάθησιν S.E.<i>M</i>.1.41. | |||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0409.png Seite 409]] 1) zum Loslassen, Abschießen, ὄργανα, Schleudermaschinen. Suid. – 2) zum Entlassen gehörig, Διόσκουροι, die an der [[ἀφετηρία]], an den Schranken, standen, Paus. 3, 14; [[Ἑρμῆς]] ἀφετήριον [[ἕρμα]] Philox. ep. (IX, 319); τὸ ἀφετήριον, der Hafen, als Platz zum Auslaufen, Strab. XI p. 494. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0409.png Seite 409]] 1) zum Loslassen, Abschießen, ὄργανα, Schleudermaschinen. Suid. – 2) zum Entlassen gehörig, Διόσκουροι, die an der [[ἀφετηρία]], an den Schranken, standen, Paus. 3, 14; [[Ἑρμῆς]] ἀφετήριον [[ἕρμα]] Philox. ep. (IX, 319); τὸ ἀφετήριον, der Hafen, als Platz zum Auslaufen, Strab. XI p. 494. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=α, ον :<br /><b>I.</b> qui sert à lancer (des projectiles);<br /><b>II.</b> [[qui concerne le lieu d'où les chars]] <i>ou</i> les chevaux s'élancent dans la carrière ; <i>p. suite</i> qui préside à l'entrée de la carrière (ép. des Dioscures, dont les statues se trouvaient à l'entrée du stade) ; <i>subst.</i> ἡ ἀφετηρία ([[γραμμή]]) entrée de la carrière, ligne de départ ; τὸ ἀφετήριον lieu d'embarquement, port.<br />'''Étymologie:''' [[ἀφετήρ]]. | |||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἀφετήριος:''' (ᾰ) пускающий или побуждающий (πρὸς τὴν μάθησιν Sext.): ἀφετήριον [[ἕρμα]] Anth. бюст Гермеса на ристалище (как покровителя состязаний). | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἀφετήριος''': -α, -ον, ([[ἀφίημι]]) [[κατάλληλος]] πρὸς τὸ ἐκρίπτειν τι, κτλ.· ἀφ. ὄργανα, μηχαναὶ πρὸς τὸ ἐκρίπτειν λίθους, κτλ. Ἰωσήπ. Ἱ. Πόλ. 3. 5, 2, πρβλ. 5. 6, 3. 2) ἀφετηρία (ἐνν. [[γραμμή]]), ἡ [[ὕσπληγξ]], [[βαλβίς]], [[ἄφεσις]], δηλ. τὸ [[μέρος]] [[ὅθεν]] ἀφίενται οἱ σταδιοδρόμοι (Πολυδ. Γ΄, 147), Συλλ. Ἐπιγρ. 2758. ΙΙΙ. Δ. 7. Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Ἱππ. 1156, πρβλ. Συνές. 161C: ― [[ἐντεῦθεν]], ἀφ. Διόσκουροι, ὧν τὰ ἀγάλματα ἐκόσμουν τὸ [[στάδιον]]. Παυσ. 3. 14. 7, πρβλ. Ἀνθ. Π. 9. 319: ― μεταφ., ἀφετήριον πρὸς μάθησιν Σεξτ. Ἐμπ. π. Μ. 1. 41. 3) τὸ ἀφετήριον (ἐνν. πλοίων), ἡ [[ἔξοδος]] λιμένος, Στράβ. 494· πρβλ. ἀφετὸς ΙΙ. | |lstext='''ἀφετήριος''': -α, -ον, ([[ἀφίημι]]) [[κατάλληλος]] πρὸς τὸ ἐκρίπτειν τι, κτλ.· ἀφ. ὄργανα, μηχαναὶ πρὸς τὸ ἐκρίπτειν λίθους, κτλ. Ἰωσήπ. Ἱ. Πόλ. 3. 5, 2, πρβλ. 5. 6, 3. 2) ἀφετηρία (ἐνν. [[γραμμή]]), ἡ [[ὕσπληγξ]], [[βαλβίς]], [[ἄφεσις]], δηλ. τὸ [[μέρος]] [[ὅθεν]] ἀφίενται οἱ σταδιοδρόμοι (Πολυδ. Γ΄, 147), Συλλ. Ἐπιγρ. 2758. ΙΙΙ. Δ. 7. Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Ἱππ. 1156, πρβλ. Συνές. 161C: ― [[ἐντεῦθεν]], ἀφ. Διόσκουροι, ὧν τὰ ἀγάλματα ἐκόσμουν τὸ [[στάδιον]]. Παυσ. 3. 14. 7, πρβλ. Ἀνθ. Π. 9. 319: ― μεταφ., ἀφετήριον πρὸς μάθησιν Σεξτ. Ἐμπ. π. Μ. 1. 41. 3) τὸ ἀφετήριον (ἐνν. πλοίων), ἡ [[ἔξοδος]] λιμένος, Στράβ. 494· πρβλ. ἀφετὸς ΙΙ. | ||
}} | }} | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ἀφετήριος:''' -α, -ον ([[ἀφίημι]]), [[κατάλληλος]] να φύγει ή να ξεκινήσει αγώνα· ἀφετήριοι [[Διόσκουροι]], που τα αγάλματά τους στέκονταν στο [[σημείο]] εκκίνησης, σε Ανθ. | |lsmtext='''ἀφετήριος:''' -α, -ον ([[ἀφίημι]]), [[κατάλληλος]] να φύγει ή να ξεκινήσει αγώνα· ἀφετήριοι [[Διόσκουροι]], που τα αγάλματά τους στέκονταν στο [[σημείο]] εκκίνησης, σε Ανθ. | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt=[[ἀφίημι]]<br />for letting go or starting for a [[race]]: ἀφ. [[Διόσκουροι]] whose statues stood at the starting [[place]], Anth. | |mdlsjtxt=[[ἀφίημι]]<br />for letting go or starting for a [[race]]: ἀφ. [[Διόσκουροι]] whose statues stood at the starting [[place]], Anth. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 10:15, 25 August 2023
English (LSJ)
α, ον, (ἀφίημι)
A for letting go, ἀ. ὄργανα engines for throwing stones, etc., J.BJ3.5.2, cf. 5.6.3.
2 ἀφετηρία (sc. γραμμή), ἡ, starting-point of a race, CIG2758iiiD7 (Aphrodisias), Sch.Ar.Eq.1156: hence ἀ. Διόσκουροι, whose statues adorned the race-course, Paus.3.14.7; ἀ. ἕρμα AP9.319 (Philox.): metaph., ἀφετήριον πρὸς μάθησιν S.E.M.1.41; ἀ. ἡ ῥητορική Phld.Rh.1.223S.
3 ἀφετηρία· ἀρχή, ἡγεμονία, Hsch.
4 ἀφετήριον (sc. πλοίων), τό, outlet of a harbour, Str.11.2.4.
5 gate of a sluice, PLond.3.1177.291 (ii A.D.).
Spanish (DGE)
-α, -ον
I 1concr. disparador, de lanzamiento ἀφετήριον ὄργανον catapulta I.BI 3.80, cf. 211, 285, μηχαναί I.BI 3.166.
2 en las carreras propio de la salida, de salida ἀφετήριοι Διόσκουροι estatuas de los Dioscuros situadas en la salida Paus.3.14.7, ἕρμα AP 9.319 (Philox.).
II subst. ἡ ἀ.
1 salida en las carreras CIG 2758 III D.7 (Afrodisias, imper.), Sch.Ar.Eq.1159.
2 cauce, canal, PLond.1177.291 (II d.C.), POxy.2146.6 (III d.C.), Hippol.Haer.5.21.10.
3 inicio del debate, Mac.Mgn.Apocr.3.23
•ἀφετηρία· ἀρχή, ἡγεμονία Hsch.
III subst. τὸ ἀ. punto de partida pred. (Εὐφράτην) ἀφετήριον εἰς τὴν βασιλέως γῆν Charito 5.1.3
•esp. punto de partida o base de expediciones navales ἄριστον δ' ἀφετήριον τοῦτο τὸ χωρίον ἐστὶν ἐπὶ τὰς ... νήσους Str.5.2.6, cf. 11.2.4
•fig. punto de partida, inicio τῶν τέχνων εἶναι ... ἀ. τὴν ῥητορικήν Phld.Rh.1.223, (γραμματική) οἷον ἀφετήριον πρὸς τὴν τῶν ἄλλων μάθησιν S.E.M.1.41.
German (Pape)
[Seite 409] 1) zum Loslassen, Abschießen, ὄργανα, Schleudermaschinen. Suid. – 2) zum Entlassen gehörig, Διόσκουροι, die an der ἀφετηρία, an den Schranken, standen, Paus. 3, 14; Ἑρμῆς ἀφετήριον ἕρμα Philox. ep. (IX, 319); τὸ ἀφετήριον, der Hafen, als Platz zum Auslaufen, Strab. XI p. 494.
French (Bailly abrégé)
α, ον :
I. qui sert à lancer (des projectiles);
II. qui concerne le lieu d'où les chars ou les chevaux s'élancent dans la carrière ; p. suite qui préside à l'entrée de la carrière (ép. des Dioscures, dont les statues se trouvaient à l'entrée du stade) ; subst. ἡ ἀφετηρία (γραμμή) entrée de la carrière, ligne de départ ; τὸ ἀφετήριον lieu d'embarquement, port.
Étymologie: ἀφετήρ.
Russian (Dvoretsky)
ἀφετήριος: (ᾰ) пускающий или побуждающий (πρὸς τὴν μάθησιν Sext.): ἀφετήριον ἕρμα Anth. бюст Гермеса на ристалище (как покровителя состязаний).
Greek (Liddell-Scott)
ἀφετήριος: -α, -ον, (ἀφίημι) κατάλληλος πρὸς τὸ ἐκρίπτειν τι, κτλ.· ἀφ. ὄργανα, μηχαναὶ πρὸς τὸ ἐκρίπτειν λίθους, κτλ. Ἰωσήπ. Ἱ. Πόλ. 3. 5, 2, πρβλ. 5. 6, 3. 2) ἀφετηρία (ἐνν. γραμμή), ἡ ὕσπληγξ, βαλβίς, ἄφεσις, δηλ. τὸ μέρος ὅθεν ἀφίενται οἱ σταδιοδρόμοι (Πολυδ. Γ΄, 147), Συλλ. Ἐπιγρ. 2758. ΙΙΙ. Δ. 7. Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Ἱππ. 1156, πρβλ. Συνές. 161C: ― ἐντεῦθεν, ἀφ. Διόσκουροι, ὧν τὰ ἀγάλματα ἐκόσμουν τὸ στάδιον. Παυσ. 3. 14. 7, πρβλ. Ἀνθ. Π. 9. 319: ― μεταφ., ἀφετήριον πρὸς μάθησιν Σεξτ. Ἐμπ. π. Μ. 1. 41. 3) τὸ ἀφετήριον (ἐνν. πλοίων), ἡ ἔξοδος λιμένος, Στράβ. 494· πρβλ. ἀφετὸς ΙΙ.
Greek Monotonic
ἀφετήριος: -α, -ον (ἀφίημι), κατάλληλος να φύγει ή να ξεκινήσει αγώνα· ἀφετήριοι Διόσκουροι, που τα αγάλματά τους στέκονταν στο σημείο εκκίνησης, σε Ανθ.
Middle Liddell
ἀφίημι
for letting go or starting for a race: ἀφ. Διόσκουροι whose statues stood at the starting place, Anth.